Ηρακλής Φίλιος – Θέλει ο κλήρος να διακονήσει ψυχές; Μπορεί;

Ο κλήρος στις μέρες μας, άχρωμες, τουλάχιστον σκούρες μα όχι φωτεινές, έχει να διαδραματίσει έναν πιο ιδιαίτερο ρόλο.

0 331

Ο κλήρος στις μέρες μας, άχρωμες, τουλάχιστον σκούρες μα όχι φωτεινές, έχει να διαδραματίσει έναν πιο ιδιαίτερο ρόλο.

Ο κλήρος στις μέρες μας, άχρωμες, τουλάχιστον σκούρες μα όχι φωτεινές, έχει να διαδραματίσει έναν πιο ιδιαίτερο ρόλο.

Τη διακονία των ψυχών. Δεν είναι μόνο το έργο των ενοριών, αλλά όταν αυτό καταντά αυτοσκοπός και παραγκωνίζεται η απάλυνση του πόνου που νιώθει κάθε μέρα και σε ποικίλους τομείς της ζωής του ο άνθρωπος, τότε αναδύεται μία ποιμαντική προβληματική.

Η εκκλησία είναι εκκλησία όλων. Απευθύνεται σε όλους. Σε βαπτισμένους και μη, σε πιστού και αθεϊστές, σε αρνητές, σε αμαρτωλούς. Άνθρωπος δεν είναι μόνο ο πιστός. Είναι και ο αδιάφορος προς την πίστη, ο αρνητής, ο υβριστής, ο αθεϊστής, ο αναρχικός, ο ταραγμένος, ο ακατάστατος, ο μοιχός, η πόρνη, ο ψυχικά διαταραγμένος. Και αυτοί όλοι χρειάζονται ίαση ψυχών και σωμάτων. Έχω την αίσθηση πως η διακονία ενός μέρος του κλήρου έχει εξαντληθεί προς αυτή την κατεύθυνση πριν καν υπάρξει, πριν καν δημιουργηθεί η ανάγκη για το ενδιαφέρον και το ενδιαφέρον για την ανάγκη. Ο κόσμος χρειάζεται υγιή πρότυπα. Άγια πρότυπα. Όχι απλά καλούς, ενάρετους και δίκαιους ανθρώπους. Ενάρετος είναι κι ένας υπέρμαχος του διαφωτισμού που θέλει να μοιάσει στον υπεράνθρωπο του Νίτσε και του Αριστοτέλη (ο οποίος είναι ηθικός αλλά όχι θεανθρωποκεντρικός).

Επομένως τις λύσεις και τις απαντήσεις ή ακόμη και τους δρόμους που θα οδηγήσουν στις λύσεις, ο άνθρωπος τις ζητά στην εποχή μας ως επί το πλείστον από άγιες μορφές, φορείς της θείας χάριτος και πνευματικής ζωής που θα φυσήσει αέρα αλλαγής στη ζωή τους. Δυστυχώς έχω την αίσθηση πως ένα μέρος του κλήρου έχει καταντήσει θεατής στη ζωή των ανθρώπων. Σιωπηλός, στωικός, αθεράπευτα απαθής τη ανθρωπότητι και τη θελήσει, ταριχεύτηκε στην αφασιακή του μοναξιά που δεν θυμίζει κοινωνία προσώπων, αλλά μοναξιά ατόμων. «Απροπόνητοι», άπειροι και γυμνοί εμπειριών ζωής που στάζουν «αίμα και δάκρυ», προτίμησαν την απομόνωση στο άλυτο της σκεπτικής ουσίας τους που ναι μεν σκέπτεται, αλλά αδιαφορεί, αδιαφορεί εντελώς τραγικά και αποστασιοποιείται.

Γιατί φύγατε από αυτό που οφείλετε να πράττετε; Να διακονείτε; Να μιλάτε στον άνθρωπο; Να στέκεστε στον άνθρωπο; Να του δίνετε να «φιλάει» Χριστό, να ζει Χριστό και να «χορεύει» Χριστό σύμφωνα με την έκφραση του καλλιτέχνη Maurice Bejart; Από ορθόδοξοι ανθρωπιστές καταντήσατε στωικοί; Απαθείς; Αναίσθητοι; Γεγυμνωμένοι αισθητηρίων; Γιατί αφήνετε ακαλλιέργητο το έρημο και ακατοίκητο χωράφι των ψυχών; Αυτή δεν είναι η διακονία σας; Ποιος θα το καλλιεργήσει; Διασκορπισθήτωσαν οι εργάται αυτού; Διακονία δεν είναι αποκλειστικά το έργο των ενοριών (κατάλοιπο των προτεσταντικών επιταγών και της ηθικής του προτεσταντισμού, στον ορθόδοξο χώρο), αλλά να βυθίζεστε στο χωράφι των άδειων και ακαλλιέργητων ψυχών που ζητάνε να ξεδιψάσει η ψυχή τους.

Είναι αλήθεια πως όσοι βιάστηκαν (και υπήρξε η ιεροσύνη αυτοσκοπός στη ζωή τους) να φορέσουν στη ζωή τους ένα οράριο ή ένα επανωκαλύμμαυχο ή όσοι ανακάλυψαν ή θυμήθηκαν την ιεροσύνη ως λύση ζωής και όχι ως κλίση και κλήση (βιάζοντας ή παρακάμπτοντας το θείο θέλημα), δεν κατάφεραν στη ζωή τους να ιδρώσουν από πτώσεις, αναβάσεις, και πάλι πτώσεις και πάλι ανατάσεις και ξανά πτώσεις και ξανά αναβάσεις, να ωριμάσουν και να βιώσουν εκείνες τις δυσκολίες που θα τους κάνουν ανθρώπους των πτώσεων που σώζουν, των δοκιμασιών που γίνονται δυνατές εμπειρίες για να κατευθύνουν κατάλληλα τον άνθρωπο. Δεν είναι μόνο ζήτημα πνευματικής κατάστασης, αλλά και θέλησης, και τριβής, αλλιώς τα «πνευματικά ένσημα» δεν θα οδηγήσουν ποτέ σε συνταξιακή ωρίμανση. Πώς λοιπόν να συμβουλεύσουν;

Αν δεν ματώσεις και δεν πάθεις μαθαίνοντας από τις ψυχωφέλιμες πτώσεις, μοιάζεις με σβησμένο καρβουνάκι που όσο θυμίαμα κι αν του ρίξεις, δεν ευωδιάζει. Ο κληρικός που στάζει δάκρυ στον πόνο των ανθρώπων μοιάζει με την ακανόνιστη πέτρα που τρίβει τη σκληρή της επιφάνεια πάνω στην επιφάνεια άλλων πετρών και μέσα από την τριβή καταφέρνει να γίνει λεία. Μία ακανόνιστη πέτρα που υπάρχει για να τρίβεται απλά με το άχρονο του χρόνου και το ανέκφραστο της ζωής πως μπορεί να γίνει λεία, να κηρύξει, να εμπνεύσει και να κατευθύνει;

Άνθρωποι δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που εκκλησιάζονται ή χαρακτηρίζονται κακώς ως «άνθρωποι της εκκλησίας». Γιατί να είναι εκείνοι μόνο αποκλειστικά άνθρωποι της εκκλησίας; Οι άλλοι, οι έτεροι, οι ξένοι, είναι δευτέρας κατηγορίας;

Γιατί η διακονία να αναλώνεται σε ανθρώπους που συνηθίζουν να εκκλησιάζονται; Είναι σαν να διδάσκεις τον αδιόρθωτο εαυτό σου επανειλημμένα. Μα ένα μεγάλο πλέον μέρος από εκείνους είναι υποκριτές και χειρότεροι ως προς τα μύχια και αληθινά «πιστεύω» απ’ ό,τι ένας αδιάφορος ή ένας εκ πεποιθήσεως αθεϊστής. Ο αδιάφορος και ο αθεϊστής είναι αυτό που είναι, ειλικρινής, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Αν θες να φυλαχτείς ξέρεις να φυλαχτείς από εκείνον. Δεν είναι επικίνδυνος διότι γνωρίζεις τις απόψεις του και σε τι αντιτίθεται ως προς την ορθόδοξη πίστη.

Ύπουλος και υποκριτής είναι ο διπρόσωπος χριστιανός που δείχνει και δεν είναι, που φαίνεται και δεν είναι. Γράφει ο άγιος Λεμεσού κ.κ. Αθανάσιος για την υποκρισία στον κατεξοχήν χώρο της εκκλησίας τα κάτωθι: «Αυτοί οι άνθρωποι να ξέρετε, αυτοί οι άνθρωποι, οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο επικίνδυνο είδος μέσα στην εκκλησία. Αυτοί οι θρήσκοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Ο Θεός να μας φυλάει απ’ αυτούς. Έλεγε ένας αγιορείτης όταν έκαμνα μία φορά λειτουργία και λέγαμε «Κύριε σώσον τους ευσεβείς» λέει αστειευόμενος «Κύριε σώσον ημάς από τους ευσεβείς» δηλαδή ο Θεός να σε φυλάει από τους θρήσκους ανθρώπους, διότι θρήσκος άνθρωπος σημαίνει μία προσωπικότης διεστραμμένη η οποία ουδέποτε είχε προσωπική σχέση με τον Θεό… Και σας ομολογώ και εγώ από την πείρα μου ότι δεν είδα χειρότερους εχθρούς της εκκλησίας από τους θρήσκους ανθρώπους».

Άνθρωποι λοιπόν είναι όλοι. Ο κληρικός δεν έχει την πολυτέλεια (εκ φύσεως της ιερατικής διακονίας) να επιλέγει, να διαχωρίζει, να ξεχωρίζει τους ανθρώπους. Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Και «ω του παραδόξου θαύματος» με τι πρωτάκουστο τρόπο επιλέγει ανθρώπους για να δοξάσουν το Άγιο Όνομα Αυτού. Διαλέγει τον φανατικό πολέμιο Του Παύλο, τον επιπόλαιο και αυθόρμητο Πέτρο, την πόρνη γυναίκα, τον τελώνη Ζακχαίο, τον σαρκικό Αυγουστίνο και Ιερώνυμο, καταργώντας τους νόμους της ανθρώπινης σκέψης του «καθώς πρέπει» και του «δικού μας». Γράφει ένα πολύ όμορφο κείμενο ο συνεργάτης μας στην ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ π. Λίβυος: «Μου αρέσουν οι «κολασμένοι» που μυρίζουν ανάσταση…. Δεν μπορώ τους «καλούς» και «τελείους» που νιώθουν σε όλα «οκ». Εκείνους που ταπεινώνονται και ξεγυμνώνουν την ύπαρξή τους θα τους ντύσει ο Θεός. Οι άλλοι που νιώθουν καλά ντυμένοι θα μείνουν μέσα στη «ζεστασιά» της βαρυχειμωνιάς τους…».

Ηρακλής Φίλιος
(iraklisf@theo.auth.gr)

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr