Ηρακλής Φίλιος: Τρόμος και έκπληξη στο μνήμα του Χριστού
Την Κυριακή των Μυροφόρων στους ιερούς ναούς διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή
Την Κυριακή των Μυροφόρων στους ιερούς ναούς διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή
Την Κυριακή των Μυροφόρων στους ιερούς ναούς διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή σύμφωνα με την οποία οι μυροφόρες γυναίκες πήγαν στο μνήμα που είχε ενταφιαστεί το σώμα του Χριστού με σκοπό να το αλείψουν με αρώματα.
Φτάνοντας όμως διαπίστωσαν ότι ο λίθος του μνήματος είχε κυλιστεί και μέσα στο μνήμα καθόταν άγγελος Κυρίου που τις ανήγγειλε ότι ο Χριστός αναστήθηκε και δεν ήταν εκεί.
Οι μυροφόρες βγήκαν από το μνήμα κυριευμένες από τρόμο και έκπληξη, μη λέγοντας σε κανέναν τίποτε όπως της πρόσταξε ο άγγελος, διότι τις κατείχε φόβος.
Στο γεγονός αυτό που περιγράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος (Μάρκ. 15,43 – 16,8) υπάρχουν δύο συναισθήματα που διακατέχουν τις μυροφόρες γυναίκες.
Ο φόβος και η έκπληξη. Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που δεν έχει δική του οντολογία. Πρόκειται για μία κατάσταση που το είναι της πηγάζει από την αλλοίωση του όντος αγαθού που είναι η χαρά, η έκπληξη. Ο φόβος δεν υπάρχει με άλλα λόγια από μόνος του. Φοβάμαι για παράδειγμα επειδή δεν έχω χαρά.
Έτσι, το συναίσθημα του φόβου αντανακλάται ως τρεπτότητα του συναισθήματος της χαράς. Έχοντας λοιπόν ο φόβος μέσα του το στοιχείο της ελλειμματικότητας, είναι ανυπόστατος. Δεν έχει δική του υπόσταση αλλά προκύπτει από την έλλειψη της χαράς. Και μάλιστα αφορά την αρνητική εκδοχή της όντως φύσεως της χαράς, λειτουργώντας τοιουτοτρόπως ως διαβρωτική ύπαρξη.
Το ανυπόστατο στη σκέψη του Ιωάννη Δαμασκηνού σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτον το ανύπαρκτο και δεύτερον αυτό που δεν έχει το είναι του στον ίδιο του τον εαυτό. Και με τη δεύτερη σημασία εννοείται το ανυπόστατο του φόβου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σχετικής κατανόησης είναι το παράδειγμα του κακού.
Το κακό για τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και Μάξιμο Ομολογητή δεν έχει υπόσταση αλλά είναι «παρυπόσταση». Ο τριαδικός Θεός δεν δημιούργησε το κακό, το φόβο, το ψέμα, το σκοτάδι, αλλά όλα αυτά είναι αλλοιώσεις του καλού, της χαράς, της αλήθειας, του φωτός αντίστοιχα. Ο φόβος λοιπόν υφίσταται επειδή ακριβώς υπάρχει το αγαθό. Βέβαια στην αλλοιωμένη, φθειρόμενη εκδοχή του, δηλαδή ως μη αγαθό, ως φόβος.
Η ελλειπτική διάθεση του φόβου σημαίνει την απόλυτη μη πλήρωση του με το ποιοτικό και ποσοτικό μέγεθος του αγαθού. Κάτι τέτοιο είναι δηλωτικό της υποστατικής αμηχανίας και του οντολογικού κενού του φόβου.
Από την άλλη, η χαρά. Το πρωταρχικό συναίσθημα που η κτιστή του φύση είναι αγαθή. Υπάρχει από μόνη της, έχει δική της υπόσταση, δεν βρίσκεται ποτέ σε υπαρξιακή αμηχανία και δεν γίνεται η ίδια φόβος ή τρόμος αλλά η έλλειψη της δηλώνει το φόβο. Δεν έχει λοιπόν η ίδια μεταβατικότητα σε κάτι άλλο. Δεν αλλάζει η φύση της, η οντολογία της. Ό,τι αρνητικό και τρεπτό προκύπτει από τη χαρά (ως συναίσθημα) ωφείλεται στην κίνηση του ανθρώπου προς το μη αγαθό. Το αγαθό δεν μεταβάλλεται.
Είναι αγαθό.
Οι μυροφόρες λοιπόν ένιωσαν και το φόβο και τη χαρά, τον τρόμο και την έκπληξη. Μπαίνοντας στο μνήμα και βλέποντας τον άγγελο Κυρίου καταλήφθηκαν από φόβο. Να το πρώτο συναίσθημα που προήλθε μέσα από την όραση. Η αίσθηση που προκλήθηκε από κάτι το παράδοξο που είδαν μέσα στο μνήμα, απόντος του σώματος του Χριστού, τις φόβισε. Και ο άγγελος τις λέει «μη τρομάζετε… αναστήθηκε, δεν είναι εδώ» (Μάρκ. 16, 6).
Η λέξη «αναστήθηκε» είναι που δημιούργησε μέσα τους χαρά. Γνώριζαν περί αναστάσεως αφού άκουγαν τον Χριστό να κηρύττει. Εξάλλου κοντά του βρίσκονταν οι μυροφόρες κατά την επίγειο του διδασκαλία. Ακούγοντας λοιπόν μέσα στον τρόμο τους το περί αναστάσεως του αγγέλου, φαίνεται να οπισθοχωρεί ο τρόμος.
Η συνέχεια όμως των γεγονότων επιμένει να δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στον τρόμο καθώς όταν βγήκαν από το μνήμα, οι μυροφόρες αντί να γνωστοποιήσουν την ανάσταση του Κυρίου στους μαθητές – όπως τις παρότρυνε ο άγγελος – εκείνες βγήκαν από το μνήμα με τρόμο και έκπληξη. Δεν εξαλείφθηκε ο τρόμος, αλλά πλέον η ανάσταση ως γεγονός τις δημιούργησε έκπληξη, χαρά. Ανάμεικτα λοιπόν συναισθήματα κυριαρχούσαν στην ψυχολογία των μυροφόρων. Μπερδεμένα ίσως καθώς δεν είχαν το χρόνο να τα ερμηνεύσουν. Όμως στη συνέχεια πάλι ο φόβος τις έκανε να μην πουν σε κανέναν τίποτε. Παρά τη χαρά της ανάστασης, παρά το ότι ήθελαν να τρέξουν παντού να ομολογήσουν το θαυμαστό αυτό γεγονός, ο φόβος δεν τις εγκατέλειψε. Η ευαγγελική περικοπή που περιγράφει τα της ταφής και ανάστασης του Κυρίου, με φόβο ξεκινάει τη διήγηση και με φόβο κλείνει και τη διήγηση και το ευαγγέλιο του Μάρκου.
Το ἰδεῖν του εσωτερικού του μνήματος με έναν άγγελο Κυρίου να κάθεται πάνω στον τάφο και με το σώμα του Κυρίου εξαφανισμένο σαφώς και δημιουργεί αίσθημα φόβου. Ίσως όχι καν αμηχανίας, διότι η πραγματικότητα της αρχής της ευαγγελικής περικοπής («η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή παρατηρούσαν που τον βάζουν»), αναιρεί όταν οι ίδιες μπήκαν στο μνήμα, τα όσα είδαν. Που λοιπόν περιθώρια αμηχανίας; Φυσικά και τρόμαξαν αφού δεν είδαν στο μνήμα αυτό που στην αρχή είχαν δει όταν τοποθετούταν, το άχραντο σώμα του Κυρίου στο μνήμα. Το ἰδεῖν τώρα έρχεται να δημιουργήσει ένα πρόβλημα. Βεβαιώνει περί της πραγματικότητας των γεγονότων διά των αισθήσεων – και συγκεκριμένα της όρασης – αλλά ταυτόχρονα στέκεται ισχυρό αίσθημα στη μη δημιουργία χαράς για την ανάσταση του Κυρίου. Ο τρόμος και ο φόβος δημιουργήθηκαν επειδή δεν επαληθεύτηκε το ἰδεῖν, όταν οι μυροφόρες εισήλθαν στον τάφο του Κυρίου.
Αυτό το ἰδεῖν ως αισθησιοκρατικό βίωμα φτάνει να «αγνοήσει» το γεγονός της ανάστασης, αφού η ανάσταση δεν σχετίζεται με κατηγορίες του όντος αλλά με την υπέρβαση της νοησιαρχικής αντίληψης του ανθρώπου για το πεπερασμένο, το ανέκφραστο, εκείνου που δεν ψηλαφάται. Φτάνουμε λοιπόν στο σημείο η ιδέα περί του μνήματος να υπερνικά την ανατροπή του ἰδεῖν, δηλαδή της ανάστασης ως υπερβατικού γεγονότος και να ισχυροποιεί στις μυροφόρες κάθε εμπειρική αίσθηση. Αίσθηση που βεβαίωσε στις ίδιες το μέγεθος του τρόμου έναντι του μεγέθους της ανάστασης.
Έστω κι αν εμφανίζεται μία έκπληξη στις ίδιες. Έκπληξη και χαρά αδύναμη να ξεπεράσει το μεγαλείο του ἰδεῖν.
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος