Χριστός: Απλά ιστορικό πρόσωπο ή Θεός; – Του Ηρακλή Φίλιου

Η θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής έχει ένα χαρακτήρα μοναδικό και συνάμα ανεκτίμητο.

0 409

Η θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής έχει ένα χαρακτήρα μοναδικό και συνάμα ανεκτίμητο.

Η θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής έχει ένα χαρακτήρα μοναδικό και συνάμα ανεκτίμητο. Αυτός αφού απορρέει από τη “φύση” της, καταφέρνει ως η αλήθεια των πραγμάτων να εγκολπώνει τις μυσταγωγικές αλήθειες αιώνων στον χώρο της σαρκωμένης φύσης.

Αν δούμε συγκριτικά την μοναδικότητα της, θα διαπιστώσουμε το “παράλογο της πορείας”. Με άλλα λόγια θα παρατηρήσουμε ότι αφενός μεν η θεολογία δεν είναι θρησκεία, αλλά Αποκάλυψη, αφετέρου δε ότι στην Αποκάλυψη αυτή υπάρχει κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο και όχι του ανθρώπου προς τον Θεό. Και το λέω αυτό διότι όσες φορές ο άνθρωπος κινήθηκε προς τον Θεό (εν τέλει το ιερό, ανώτερο, υπερβατικό), δημιούργησε τον Θεό και τον ενέταξε σε συστημικά περιχαρακώματα.

Αντίθετα στην πίστη περί Τριαδικότητας του Θεού, ο Θεός αποκαλύπτεται μέσω των ενεργειών Του στην κτίση και την ιστορία όπως θα θεολογήσει ο Μ. Βασίλειος. Και στον καινό λόγο, στη νέα συμφωνία (Καινή Διαθήκη) η ”μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη” (εδώ η φράση εννοείται ορθόδοξα όπως την χρωμάτισε ο Κύριλλος Αλεξανδρέας και όχι με τη σημασία που της έδωσε ο Απολινάριος στον οποίο και ανήκει) είναι δηλωτική της Ένσαρκης παρουσίας Του, όπου ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.

Έτσι με την Ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού συντελείται το εξής θαυμάσιο – δηλωτικό της κατάστασης πριν αλλά και μετά της Σαρκώσεως-, το οποίο σκιαγραφεί ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος: “Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται. Ὁ Λόγος παχύνεται. Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφᾶται. Ὁ ἄχρονος ἄρχεται” (Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τά Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος). Παρόλ’ αυτά ο Θεός για τους Πατέρες είναι αποκεκαλυμμένος αλλά και κεκρυμμένος, «Deus secretus» και «Deus publicus», όπως θα έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος.

Στη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής, ο Θεός δεν εντάσσεται σε ένα οργανωτικό σύστημα, δεν φανερώνεται μέσα από κακότεχνα συμπλέγματα και δεν βιώνεται μέσα από κοσμικές και νοησιαρχικές πρακτικές. Ο Τριαδικός Θεός δεν είναι ο θεός που το παγκόσμιο σύστημα πασχίζει να επιβάλλει μέσα από την πανθρησκεία σύμφωνα με την οποία όλοι οι θεοί είναι το ίδιο. Η φυσική αναζήτηση βέβαια των ανθρώπων για το υπερβατικό είναι λογική και έμφυτη σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών κατά την άποψη του M. Eliade.

Το ζήτημα του Θεού απασχόλησε την ιστορία και τη δογματική της εκκλησίας η οποία διαμορφώθηκε μέσα από την ιστορία και μέσα στην ιστορία, ως ανάγκη διαμόρφωσης της προφορικής παράδοσης, αλλά και ως ανάγκη περιφρούρησης της πίστης της πρωτοχριστιανικής κοινότητας (σ’ αυτή στηρίχτηκε η παύλεια θεολογία όσον αφορά τη γέννηση της) πίστη στη σταύρωση και στην Ανάσταση του Χριστού Στο διάβα των αιώνων το πρόσωπο του Θεού απασχόλησε φιλοσόφους, Πατέρες, θεολόγους και ιστορικούς.

Όλοι συμφωνούν στο ελάχιστο, το οποίο όμως πραγματικά δεν σημαίνει ότι είναι η κατεξοχήν αλήθεια. Δηλαδή, παραδέχονται τον ιστορικό Ιησού ο οποίος για άλλους είναι ένας επαναστάτης, για άλλους ένας αξιόλογος ραβίνος της εποχής, για άλλους ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής, για άλλους ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Κι αν ο Χριστός είναι ένας επαναστάτης ή ένας φιλόσοφος ή ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής, τότε ποια η διαφορά του από τους σύγχρονους του; Αρκεί αυτό; Μήπως είναι κάτι που δεν είναι οι άλλοι;

Στο ζήτημα της γνωσιολογίας οι Πατέρες της Εκκλησίας μας (ιδίως οι Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Μάξιμος Ομολογητής, Ιωάννης Δαμασκηνός, Συμεών Νέος Θεολόγος κ.ά.) εμβάπτισαν τη σκέψη τους στον αποφατισμό. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μας λέει πως στο Θεό θα πρέπει να αποδίδουμε όχι το είναι, αλλά “τὸ μὴ εἶναι μᾶλλον, διὰ τὸ ὑπερεῖναι, ὡς οἰκειότερον ἐπ’ αὐτοῦ λεγόμενον” (Μάξιμος Ομολογητής, Μυσταγωγία). Ομολογία που θυμίζει την επισήμανση του ιερού Αυγουστίνου “Deus ineffabilis est, facilius dicimus quid non sit, quam quid sit”. Είναι άλλος όμως ο φιλοσοφικός αποφατισμός (K. Jaspers, M. Heidegger, K. Popper, L. Wittgenstein), ο οποίος βέβαια κι αυτός κινείται σε αντίστοιχα πλαίσια αλλά αδυνατεί να προσεγγίσει το μυστήριο του Θεού.

Για την πατερική σκέψη ο Θεός είναι ένας (φύση, θεότητα, ουσία) και τρεις (ύπαρξη, πρόσωπα) όπως αναπτύσσει στην πληρέστερη και ακριβέστερη απ’ όλες τριαδολογία του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος . Η ουσία του Θεού διαφέρει από τις ενέργειες Του και δεν σχετίζεται με το αγέννητο (το οποίο αποτελεί τρόπο ύπαρξης). Κάθε ένα από τα τρία πρόσωπα (Πατήρ, Υιός, Πνεύμα) έχει τη θεία φύση και δικές του ιδιότητες. όμως είναι ένας Θεός και όχι τρεις. Αυτός λοιπόν ο Θεός είναι ένας Θεός που αποκαλύπτεται σ’ ολόκληρη την ιστορία.

Η θεολογία για να “υπάρξει” δεν χρειαζόταν να στηριχτεί οντολογικά σε κάποιο ξένο στοιχείο (φιλοσοφία, κοινωνιολογική θεωρία, πολιτική επιστήμη), αλλά έχει την αναφορά της στον Ενανθρωπήσαντα Θεό. Δεν πολέμησε την φιλοσοφία η οποία έντυσε την αλήθεια της τριαδικής φανέρωσης, αλλά στηρίχτηκε στην έξωθεν παιδεία, η οποία βοήθησε στην “τεκνογονία της αρετής” κατά τον Γρηγόριο Νύσση και καλλώπισε το του Θεού μυστήριο.

Οι θεοφόροι Πατέρες δεν αντιμετώπισαν με καχυποψία τη φιλοσοφία. Ο Μ. Βασίλειος συμβούλευε τους νέους να χρησιμοποιούν ό,τι βρίσκουν ωφέλιμο στους εθνικούς διδασκάλους και την εθνική γραμματεία (οι Πατέρες είχαν διαβάσει και επηρεαστεί από τον Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ωριγένη, Φίλωνα κ.ά.). Η κλασσική παιδεία δεν ήταν εχθρός, αλλά σύμμαχος της θεολογίας ως προς την ποιοτικότερη εξωτερικά εμφάνιση των αληθειών της. Το γεγονός ότι οι Πατέρες χρησιμοποίησαν άριστα φιλοσοφικό ένδυμα για να ντύσουν το σώμα της ορθόδοξης θεολογίας, δεν σημαίνει ότι η θεολογία ήταν ελλιπής και νοσούσε, άρα και χρειαζόταν τη συμβολή μιας θεωρίας ή φιλοσοφίας για να καταφέρει να ευαγγελιστεί.

Κι ερχόμαστε σε ένα σημείο που χρειάζεται να επισημανθεί. Είναι άλλος ο σκοπός της θεολογίας και άλλος ο σκοπός της φιλοσοφίας του Πλάτωνα ή της κοινωνιολογικής θεωρίας του Durkheim ή της πολιτικής θεωρίας του Norberto Bobbio. Σκοπός της θεολογίας είναι ο αγιασμός και η εξύψωση του ανθρώπινου προσώπου σε εικόνα Θεού. Τα κοινωνικά μανιφέστα, οι φιλοσοφικές θεωρίες και οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, εν τέλει κάθε επιστημονική θεώρηση που ασχολείται με το ζήτημα του ανθρωπισμού, τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου χωρίς όμως Θεό, ενώ η αγιοσύνη είναι ίδιον γνώρισμα της χριστιανικής ζωής, εμπειρίας και βιώματος. Αποτελεί χαρακτηριστικό της μυστηριακής φύσης της Εκκλησίας, που απορρέει από την ταυτότητα της που κι αυτή από άσαρκη σαρκώνεται “ἐν τοῖς μυστηρίοις” σύμφωνα με τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα.

“Ενώ λοιπόν οι δαίμονες ομολογούν και τα έργα καθημερινά μαρτυρούν, είναι φανερό –και κανείς ας μην είναι αναιδής απέναντι στην αλήθεια, ότι ο Σωτήρας ανάστησε το σώμα του· ότι είναι, επίσης, αληθινός Υιός του Θεού· ότι προέρχεται από τον Πατέρα και είναι ο δικός του Λόγος, Σοφία και Δύναμη. Αυτός στα κατοπινά χρόνια, για τη σωτηρία όλων, προσέλαβε το ανθρώπινο σώμα και δίδαξε σ’ όλο τον κόσμο για τον Πατέρα του• κατάργησε το θάνατο και χάρισε σε όλους την αφθαρσία με την υπόσχεση της αναστάσεως. Έκανε την αρχή της αναστάσεως με την έγερση του δικού του σώματος. Και ανέδειξε το σώμα του με τα σημάδια του σταυρού (σταύρωση) τρόπαιο νίκης ενάντια στο θάνατο και τη φθορά” (Μ. Αθανάσιος, “Λόγος Περί Ενανθρωπίσεως του Λόγου”).

Ηρακλής Φίλιος
([email protected])

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr