Χρίστος Λιάπης: 25η Μαρτίου, Η συνέχεια του Ελληνισμού

25η Μαρτίου του 2009 ξεκίνησα να γράφω το Διήγημά μου “Ένας βώλος από ασήμι”, με θέμα τον Ελληνισμό και τον Μέγα Αλέξανδρο.

0 408

25η Μαρτίου του 2009 ξεκίνησα να γράφω το Διήγημά μου “Ένας βώλος από ασήμι”, με θέμα τον Ελληνισμό και τον Μέγα Αλέξανδρο.

liapis ts25η Μαρτίου του 2009 ξεκίνησα να γράφω το Διήγημά μου “Ένας βώλος από ασήμι”, με θέμα τον Ελληνισμό και τον Μέγα Αλέξανδρο. 

Λίγους μήνες μετά, βραβευόταν σε Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ημέρα εθνικής παλιγγενεσίας σήμερα και ξαναθυμάμαι τις τελευταίες παραγράφους αυτού του διηγήματος, με τον Μέγα Αλέξανδρο να παίρνει, μέσα από έναν λογοτεχνικό αναχρονισμό, κάτι από τη διαστατική συνέχεια του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Με τον Μακεδόνα Βασιλιά να μη φοβάται -κατά τις τελευταίες στιγμές της αρρώστιας του- να κλείσει τα μάτια του, ξέροντας πως δεν θα πεθάνει στη Βαβυλώνα, απλά θα κοιμηθεί για λίγο και ο παιδικός του βώλος, πέφτοντας από το χέρι του θα τον ξυπνήσει….όπως δεν πέθανε -στην πύλη του Αγίου Ρωμανού- και ο Τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, απλά κοιμάται….και για αυτήν την αέναη συνέχεια του ελληνισμού, έγραψα τις ταπεινές μου αράδες και σε ένα άλλο, επίσης βραβευμένο μου δοκίμιο, το “Έξελθε πόνε βασιλεύ”….

Γιατί, «το Έθνος ποτέ δεν υποτάχθηκε στον Σουλτάνο, Βασιλιάς του ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, Κάστρα του το Σούλι και οι Μάνη, στρατός του οι Αρματωλοί και Κλέφτες»

Ζήτω η Ελλάδα και ο λαός της. Ζήτω οι Ελληνίδες και οι Έλληνες και ο πανανθρώπινος αγώνας και οι θυσίες, του λαού μας και όλων των ανθρώπων, για τη Λευτεριά που στις μέρες μας κινδυνεύει περισσότερο από ποτέ, από φανερούς και αφανέρωτους εχθρούς και επιβουλείς!
Ακολουθούν τα κατακλειδικά αποσπάσματα των βραβευμένων μου πεζών. Η συνοδευτική φωτογραφία είναι από τον εορτασμό της Επετείου της 25ης Μαρτίου, ανάμεσα στους Έλληνες ομογενείς της Βοστώνης, κατά τη διάρκεια της εκεί εκπαίδευσής μου στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Tufts:

“Ένας βώλος από ασήμι,
Η μακρόσυρτη ουρά των στρατιωτών είχε τελειώσει το πέρασμά της. Τώρα οι στρατηγοί του συνωστίζονταν γύρω απ’ το κρεβάτι του και τον ρωτούσαν ποιον διαλέγει για διάδοχο. Στα χείλη του ανέβηκε το όνομα του μικρού του γιου, του Ηρακλή, που του είχε χαρίσει η Βαρσίνη. Όμως το στόμα του ήταν πιο ξερό και από την έρημο της Γεδρωσίας. Έβγαλε μόνον έναν ακατάληπτο ήχο και άλλοι ακούσανε «Ηρακλής» και άλλοι «στον καλύτερο».

Κοίταξε τα χέρια του. Από το ένα του φάνηκε πως έσταζε αίμα. Από το άλλο είδε να ακτινοβολεί μία απόκοσμη λάμψη. Στα αυτιά του έφταναν κιόλας οι φωνές του λαού που κατά την τελετή της κηδείας του τον περιέφερε στην πόλη, με τα χέρια έξω απ’ το νεκρικό του φορείο φωνάζοντας «Ο Αλέξανδρος με καθαρά χέρια γεννήθηκε και με καθαρά χέρια πηγαίνει στον άλλο κόσμο».
Κοίταξε το χέρι του με την περίεργη λάμψη. Το είχε τεντώσει πάνω από τη λεκάνη που είχε φέρει ο Αρίστανδρος. Είδε ανάμεσα στα δάχτυλά του να λαμπυρίζει ο ασημένιος βώλος. Τώρα μπορούσε να παραδοθεί στον ύπνο άφοβα. Σαν θα ‘κλειναν τα βλέφαρά του, ο βώλος θα έπεφτε και εκείνος θα ξυπνούσε…”

“Έξελθε πόνε βασιλεύ…”
Μια πόλη πολιορκημένη είναι και ο κάθε Παρκινσονικός, με τα βασικά του γάγγλια επασβεστωμένα, σαν τα ψηφιδωτά της Αγια-Σοφιάς, με το ιαμβικό του βάδισμα, σκυφτό -κυνηγώντας με τα κοφτά του βήματα το κέντρο βάρους του που γέρνει μπροστά- για να μην πέσει. Μια πόλη σαν την αλωμένη Κωνσταντινούπολη, σαν τη σημερινή Ισταμπούλ που προσπαθεί να ισορροπήσει το κέντρο βάρους της ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον των αιώνων.
Η λαχτάρα του κάθε πάσχοντος από την νόσο του Parkinson ανεβαίνει κάθε μέρα στις πολεμίστρες και κοιτάζει έξω από τα τείχη, κοιτάζει τις στρατιές των συμπτωμάτων που πληθαίνουν, τα στίφη του πόνου (σωματικού και ψυχικού) που ετοιμάζονται να τον αλώσουν. Κοιτάζει και προς τα ‘θαλασσινά τειχιά’, προσμένει με αγωνία κάποια βοήθεια ‘απ’ τη Δύση’, ένα νέο φάρμακό, μια καινούρια θεραπεία που θα ανασχέσει την προδιαγεγραμμένη πορεία. Κανένα όμως καράβι δε φαίνεται στον ορίζοντα. Αργόπρεποι, όμως, οι δρόμοι των νέων θεραπειών και μέχρι εκείνες να μπορέσουν να εφαρμοστούν πρέπει οι πολιορκημένοι Παρκινσονικοί να βρούν μέσα τους τις δυνάμεις που θα στηρίξουν την αξιοπρέπεια και την ποιότητα της ζωής τους, μέχρι το τέλος της πολιορκίας.

Στις διαφάνειες ξεδιπλώνεται το επιλεγόμενο ‘Παρκινσονικό Προσωπείο’, το ‘παγωμένο πρόσωπο’ των παρκινσονικών, καθώς η δυσκαμψία και η βραδυκινησία εμποδίζουν την εκφραστικότητά τους. Αισθήματα καθηλωμένα, μαρμαρωμένα, αποκομμένα από την προσωπική εξωτερίκευση, πρόσωπο σαν τη νεκρική μάσκα του βασιλιά Αγαμέμνονα. Το ‘μαρμαρωμένο’ πρόσωπο της διαφάνειας παίρνει μέσα μου τη μορφή του ‘Μαρμαρωμένου Βασιλιά’, του τελευταίου αυτοκράτορα και υπερασπιστή της Πόλης, του καθενός Παρκινσονικού που ρίχνεται στη μάχη ενάντια στα στίφη της αρρώστιας και μέσα στην απελπισία του ζητά τον αξιοπρεπή θάνατο: «Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;….» Πολεμά μόνος, χωρίς τα αυτοκρατορικά εμβλήματα, για να τον αναγνωρίσουν μετά θάνατον, από τους αετούς στις περικνημίδες, όταν ο πόνος θα έχει πια περάσει και η πολιορκία θα έχει πια λυθεί. «Έξελθε Πόνε Βασιλεύ…» και μακάρι, από το συνέδριο που έγινε στην Πόλη της οποίας οι κάτοικοι φτάσανε κάποτε στο ύψιστο σημείο να παρηγορούν με τα τραγούδια τους την ίδια την Παναγιά, να αναβρύσει –σαν το αγίασμα της Μπαλουκλιώτισσας- μια μικρή στάλα παρηγοριάς για όλους τους χρονίως πάσχοντες και για τις οικογένειές τους.

«Σώπασε κυρά – Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις……»

Χρίστος Χ. Λιάπης
Ψυχίατρος Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Email: [email protected]
Twitter: @Chris_Liapis

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr