Το αίνιγμα του θανάτου – Γράφει ο π. Ηρακλής Φίλιος
Μια μητέρα κλαίει για τον θάνατο του παιδιού της. Η ίδια χήρα κι εκείνος ο μοναχογιός της. Ο Χριστός συναντάει την μητέρα και τον κόσμο στην πύλη της πόλης Ναΐν. Σπλαχνίζεται την μητέρα. ‘’Μην κλαις’’, της λέει (Λουκ. 7,14). Πλησιάζει το φέρετρο. ‘’Νεανίσκε, σου λέω, σήκω’’ (Λουκ. 7, 15). Ο νέος ανασταίνεται. Ο Χριστός είναι η Ζωή.
Τα παραπάνω λόγια αποτελούν μέρος του ευαγγελίου (Λουκ. 7, 11-16) που διαβάστηκε σήμερα Κυριακή στους ναούς. Το γεγονός αυτό που περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς, μας φέρνει ενώπιον ενός τραύματος, εκείνο του θανάτου. Θάνατος· η κοινή μοίρα του ανθρωπίνου γένους. Ύλη αδίδακτος, όπως έχει πει η αξέχαστη Κική Δημουλά. Το κοινό μας κατάλυμα. ‘’….οὐκ ἔστιν ἀποφυγήν τοῦ θανάτου’’, θα πει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, τον οποίο χαρακτηρίζει ως ‘’τον κοινόν τῶν ἀνθρώπων’’. Συνηγορεί και ο Heidegger προς τούτο, επισημαίνοντας πως κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει από τον Άλλο το θνήσκειν.
Υπάρχει άνθρωπος που να μην δείχνει απέχθεια για τον θάνατο; Εκεί που υπάρχει ζωή, ξαφνικά εμφανίζεται ο θάνατος, συγκλονίζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη, κατατρώγοντας τα σπλάγχνα του ανθρώπου. Το ανθρώπινο πρόσωπο ενώπιον του θανάτου. Ανακαλύπτοντας τα όρια του και ακροβατώντας ανάμεσα σε δύο ισχυρές αμφισημίες· εκείνη του έρωτα και του θανάτου. Ποιος μπορεί να αντικρίσει κατάματα τον θάνατο και να αναμετρηθεί μαζί του; Και τί να προσφέρει σ’ έναν άνισο αγώνα; Γνωρίζοντας τα όρια του, το ανθρώπινο πρόσωπο, δειλιάζει, αμφισβητεί και αναζητά την ελπίδα. Ελπίδα πέρα από τα όρια του θανάτου. Λύνεται τούτο το αίνιγμα; Το αίνιγμα του θανάτου; Πώς να λυθεί; Και ο πόνος; Ο πόνος θα σταματήσει όταν δεν θα υπάρχει θάνατος. Κι αν δεν υπάρχει ήδη;
Υπάρχει ο θάνατος; Όλα γύρω μας καταμαρτυρούν με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο πως ο θάνατος υπάρχει και κυριαρχεί. Σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Το γεγονός όμως ότι αποτελεί ένα γεγονός, δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι έχει υπόσταση, ότι έχει οντολογία για να μιλήσουμε σε μία πιο φιλοσοφική γλώσσα. Δεν έχει υπόσταση ο θάνατος, όπως και το κακό, αλλά σύμφωνα με τη γλώσσα των Πατέρων (αναλόγως μιλούν και οι φιλόσοφοι για το μη ον) αποτελεί ‘’παρυπόσταση’’. Υφίσταται, με άλλα λόγια, όταν δεν υφίσταται η ζωή, γιατί ο ίδιος ως το μη ον αποτελεί αλλοίωση, φθορά του όντος, δηλαδή της ζωής.
Όπως το σκοτάδι δεν έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, αλλά υπάρχει στην απουσία του φωτός, έτσι και ο θάνατος υπάρχει στην απουσία της ζωής. Δεν μπορεί να υπάρξει αλλιώς. Γι’ αυτό και ο Νύσσης τον χαρακτηρίζει ‘’άρριζο’’, ‘’αφύτευτο’’ και ‘’αφύσικο’’. Δεν μπορεί να ανήκει στο Είναι της ζωής ο θάνατος. Ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, όχι τον θάνατο. Ως εκ τούτου έχει τα όρια του! Ο θάνατος επήλθε έπειτα από τη διάρρηξη μιας σχέσης μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Συγκεκριμένα, ο Νύσσης αναφέρει τα εξής: ‘’Οἴδαμεν γάρ ὅτι ὁ θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν, ἀλλά πατήρ τοῦ θανάτου ὁ τῆς κακίας βασιλεύς ὁ ἑαυτόν τῆς ζωῆς στερήσας. Φθόνῳ γάρ διαβόλου ὁ θάνατος εἰσῆλθεν’’.
Εκείνο που αποτελεί βαθύ τραύμα είναι η απώλεια μικρών παιδιών και εν γένει νέων ανθρώπων. Πολλά ερωτήματα βασανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί ο Θεός να παίρνει τόσο νωρίς νέους ανθρώπους από τούτη τη ζωή; Δεν είναι άδικο; Αλήθεια, τί είναι δίκαιο και τί άδικο; Πώς σημαίνεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ερμηνεύεται η δικαιοσύνη του Θεού; Είναι λογικό να πενθεί ο άνθρωπος στη ζωή για την απώλεια των αγαπημένων του προσώπων, όμως είναι επικίνδυνη η εμμονή στο πένθος γιατί τότε ο Θεός παραγκωνίζεται και ο θάνατος δείχνει να μεταβάλλεται σε κατηγόρημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό, βέβαια, διότι δεν ταιριάζει με τη ζωή του χριστιανού. Σύμφωνα με την ψυχίατρο Kübler – Ross υφίστανται πέντε στάδια από τα οποία περνάει ένας ασθενής με καρκίνο, σε τελικό στάδιο, μέχρι τον θάνατο του (κάτι που ισχύει για την ίδια και για όσους πενθούν): Η άρνηση, ο θυμός, η διαπραγμάτευση, η κατάθλιψη και η αποδοχή.
Πράγματι, η εμμονή στο πένθος δεν συνάδει με τη βιωτή του χριστιανού. Η εμμονή παραβλέπει το πρόσωπο του Χριστού και αρνείται να ερμηνεύσει το θέλημα του Θεού. Αν αυτό μπορεί να καταστεί, βέβαια, δυνατό. Ο Νύσσης θα πει πως είναι λογικό να πενθούμε για τα αγαπημένα μας πρόσωπα, ιδιαίτερα όταν είναι μικρής ηλικίας, χωρίς όμως υπερβολές, τονίζοντας ’’τήν ἐπίτασην τῆς ἀθυμίας ἀναιρῶ’’. Χαρακτηριστικοί είναι οι λόγοι του Δρ. Θεολογίας και Φιλοσοφίας Ιωάννη Πλεξίδα, ο οποίος σημειώνει σχετικά: ‘’Ο χριστιανός δεν περιορίζεται στα δεδομένα των αισθήσεων, αλλά βλέπει και πέρα από το φαινόμενο του θανάτου, καθώς έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στον νικητή του θανάτου, τον Χριστό’’. Εξάλλου, ‘’δεν είναι ο Θεός, Θεός νεκρών αλλά ζώντων’’ (Ματθ. 22, 32).
Ο Μ. Βασίλειος, αδερφός του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, κάποτε έγραψε μία παρηγορητική επιστολή σε έναν Νεκτάριο και στη σύζυγό του, οι οποίοι είχαν χάσει το παιδί τους σε μικρή ηλικία. Σημειώνει, μεταξύ άλλων, τους εξής όμορφους λόγους: ‘’Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, σαν γενναίος αγωνιστής να σταθείς μπροστά στο μέγεθος του τραύματος και να μη λυγίσεις ούτε να καταβληθεί η ψυχή σου. Να είσαι πεπεισμένος πως ακόμη κι αν εμείς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πως χειρίζεται τα θέματα ο Θεός, ό,τι κι αν μας δώσει ο σοφός Θεός που μας αγαπάει είναι αποδεκτό, παρόλο που μπορεί να είναι επίπονο. Διότι αυτός γνωρίζει πως δίνει στον καθένα το καλύτερο και για ποιον λόγο ορίζει άνισα τα τέλη της ζωής των ανθρώπων… Δεν στερηθήκαμε το παιδί, αλλά το δώσαμε πίσω σ’ εκείνον που μας το είχε δανείσει. Δεν χάθηκε η ζωή του, αλλά μεταβλήθηκε προς το καλύτερο· δεν σκέπασε η γη τον αγαπημένο μας, αλλά τον υποδέχθηκε ο ουρανός. Ας περιμένουμε για λίγο και θα βρεθούμε και πάλι μαζί μ’ αυτόν που ποθούμε’’.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων