Στερνό αντίο στην κόρη του Ήρωα, από τον Χρίστο Λιάπη

0 1.840

Θεία Λούλα, Αξιοπρεπέστατη Λούλα,

Έτσι σε είχε αποκαλέσει, γραπτώς, ο πατέρας μου που και αυτόν, σ’ αυτήν εδώ την εκκλησία, στην αγαπημένη, ιδιαιτέρα μας πατρίδα, τον κατευόδωσα, Μάρτη μήνα…

Έπρεπε να φοβάμαι τις «Ειδούς του Μαρτίου».

Βρούτος, θεία, ο Χρόνος συνωμοτεί και σκοτώνει τους θνητούς.

Τώρα, όμως, ήρθαμε να μιλήσουμε για εσένα…..μόνο για εσένα.

Για τη σεμνότητα, την αυτοδυναμία, το σθένος και την υπεροχή με τα οποία έζησες.

Υπήρξες ένας άνθρωπος που προσωποποιούσε την αξιοπρέπεια, τη συνέπεια, τον δυναμισμό και την αυτάρκεια. Στοιχεία που θα μας λείψουν ως μονάδες του κοινωνικού συνόλου. Στοιχεία που χρειάζεται τώρα, περισσότερο από ποτέ η κοινωνία μας, μπροστά στη δύσκολη συγκυρία που ενέσκηψε. Μια συγκυρία που μετέτρεψε τις πόλεις και τα χωριά μας σε «έρημη χώρα» του. Elliot, λες και συμμετέχουν σήμερα, πανδήμως, στο βαρύ προσωπικό και οικογενειακό μας πένθος…

«Ο χειμώνας μας ζέσταινε σκεπάζοντας τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας λίγη ζωή με από ξερούς βολβούς/ Να πεις ή μα μαντέψεις δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνον/ Μια στίβο σπασμένες εικόνες όπου χτυπάει ο ήλιος.»

Τον πατέρα μου, η Καλαμπάκα τον είχε υποδεχθεί, έναν εξίσου πικρό Μάρτη, 18 χρόνια πριν, σημαιοστολισμένη, γιατί έφυγε ανήμερα του Ευαγγελισμού και οι σημαίες ήταν ακόμη στα μπαλκόνια, κάτω από τα Μετέωρα, λες και οι βράχοι χαιρετούσαν με τα γαλανόλευκα μαντήλια τους τον Αεροπόρο τους.

Εσένα η Καλαμπάκα σε υποδέχεται με όλες της τις προσόψεις κλειστές, με όλα τα μαγαζιά της άδεια, με όλους τους δρόμους έρημους, με όλα τα μάτια και τα στόματα της πόλης σφραγισμένα, λες και πενθούν βουβά για μια άξια γυναίκα που έφυγε.

Γιατί άξια και δυναμική και ξεχωριστή και ευαίσθητη ήσουν, όσο και αν δεν ήθελες να φαίνεσαι, να προβάλλεσαι ή να αφήνεις τους άλλους να κοιτάζουν μέσα σου.

Όταν η αρρώστια χτύπησε τον πατέρα μου, ήρθες και συμπλήρωσες και στήριξες την οικογένειά μας. Από το πλεόνασμα της πλούσιας και γλυκιάς καρδιάς σου και από το υστέρημα της μοναξιάς σου, που ως γενναία και συνειδητή επιλογή επέβαλλες στον εαυτό σου, αρνούμενη να συμβιβαστείς με τη μικρότητα και τον κομφορμισμό των πολλών.

Σήκω πάνω!!!

Τώρα σε θέλω, τώρα σε χρειάζομαι!!!

Όχι μόνο όταν ο πατέρας μου δυσκολευόταν να βαδίσει και να οδηγήσει!

Σήκω πάνω!!!

Τώρα σε χρειάζομαι περισσότερο!!!

Τώρα που πέτυχα και πλήθυναν οι φθονούντες με!

Σε αυτούς να διδάξεις ήθος και αξιοπρέπεια!!

Σήκω πάνω!

Δεν σε θέλω πια για να με πηγαίνεις φροντιστήριο!!

Έρχονται στο ιατρείο και μου λένε πως σε είχαν γνωρίσει όταν είχες φύγει στη Γερμανία μετανάστρια. Γερόντισες και εκείνες πια. Τότε λίγο πιο νέες από εσένα.

Μου λένε πόσο υποστηρικτική και καλόβολη ήσουν. Πώς τις στήριξες και τις βοήθησες ως προϊσταμένη στην αλυσίδα παραγωγής στο εργοστάσιο μπισκότων, για να αντέξουν τις δυσκολίες της ξενιτιάς.

Γιατί αυτό ήσουν για εμένα, το ολόγλυκο μπισκότο των παιδικών μου χρόνων και ένα διαρκές μάθημα ήθους, αλληλεγγύης, στοργής, βοήθειας στους έχοντες ανάγκη αλλά και ακλόνητης υπεράσπισης της αλήθειας, Με έμαθες να συμπονώ και να κατανοώ όσους ήρθαν στη ζωή με λιγότερες ευκαιρίες από εμένα, αλλά και να μην ανέχομαι τις αυθαιρεσίες όσων βρέθηκαν, τυχαία, με περισσότερες.

Σήκω πάνω,

Στρατιώτες που υπηρέτησαν τη θητεία τους στο Στρατόπεδο Μπουγά, στη Λάρισα, στην 384 ΠΑΥΠ έχουν να λένε για την αγάπη, τη γλύκα και τη στήριξή σου. Παιδιά που υπηρετούσαν τη θητεία τους, παιδιά από όλη την Ελλάδα, αλλά και από την Καλαμπάκα, το Καστράκι, την ιδιαιτέρα σου πατρίδα, εδώ που σε αποχαιρετούμε,

στο ιδρωμένο σου χώμα, στο γυμνό σου λουλούδι,

στον γκρεμό που γκρεμίζεται και γαλαζώνει,

το μαύρο πουλί, τ’ απάτητο χιόνι,

κομματιάζει την πέτρα, σταματά το ποτάμι,

χύνεται στον αγέρα και στην πόλη,

με φτάνει,

τη φωνή σου ακούω,

και η πόλις βουρκώνει, την αυγή,

στο περβόλι του Μάρτη…»

Γιατί διάλεξες να φύγεις στις «Ειδούς του Μαρτίου», να σε κηδέψουμε στις 15 Μαρτίου, τη μέρα που στη Σύγκλητο ο Βρούτος δολοφονούσε τον Καίσαρα…

Τώρα κατάλαβα το νόημα του ποιήματος του Καβάφη, «Αι ειδοί του Μαρτίου» που μού το δίδασκε η αδελφή σου, η μητέρα μου η Φρειδερίκη, που όταν χήρεψε, εσύ της στάθηκες όσο καμία….

«Ήλθον αι ειδοί του Μαρτίου», είπε στον μάντη που τον είχε προειδοποιήσει να φοβάται τις ειδούς του Μαρτίου, χαμογελώντας ειρωνικά. «Ήλθον, αλλά δεν παρήλθον», του απάντησε εκείνος. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Καίσαρας έπεφτε δολοφονημένος από 23 μαχαιριές….

«Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια/

Έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
Τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμο έξω,
Εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
Αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
Κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
Και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
Είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
Μη λείψεις να σταθείς/ μη λείψεις ν’ αναβάλεις
Κάθε ομιλίαν ή δουλειά/ μη λείψεις τους διαφόρους
Που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)/ ας περιμένει ακόμη
Κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
Τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου».

Υπήρξες για εμένα δεύτερη μητέρα. Συχνά περισσότερο και από την πρώτη….

Στάθηκες για εμένα πολύ καλύτερη ως μητέρα, από ότι εγώ ως ανηψιός…

Για οικογένειά σου είχες τη δική μας. Και την πλάτυνες, με τη δύναμη, τη γενναιοδωρία και την καλαισθησία σου. 

Ευδόκησες να με δεις πριν φύγεις, να λαμβάνω «σχήμα

περιωνύμου ανθρώπου», όμως δεν πρόσεξα, σαν  «βγήκα στον δρόμο έξω,
Εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία», να λείψω  «τους διαφόρους

Που χαιρετούν και προσκυνούν» να τους παραμερίσω.»

Έπρεπε, θεία, να τα άφηνα όλα. Και να στεκόμουνα, ακόμη, πιο δίπλα σου. Μέχρι το τέλος. Τους άλλους,,,, 

 «(τους έβλεπα πιο αργά)/ ας περίμενε ακόμη

Κ’ η Σύγκλητος αυτή….»

Σήμερα, ξαναβάλαμε όλοι τις μαύρες κορδέλες που σας είχε φορέσει η γιαγιά, μικρά κορίτσια όταν ο Ήρωας πατέρας σας έπεσε Αξιωματικός στην Αλβανία πολεμώντας για τη Λευτεριά. Άφησε πίσω του τρία ορφανά, με εσένα να είσαι η πιο δυναμική, γιατί ήξερες πως οι άνθρωποι δεν ορφανεύουν από πατέρα ούτε από μητέρα, αλλά από αξιοπρέπεια…

Όταν πάλι οι Γερμανοί σκότωσαν για αντίποινα τους Καστρακινούς πατριώτες, πλαι στον μύλο, ανάμεσά τους και τον παππού σου, τον Θεόδωρο, τον πατέρα του Ήρωα Υπολοχαγού που έδωσε το όνομά του στο Στρατόπεδό της πόλης μας, στην ΠΑΠ Καλαμπάκας, μικρό κορίτσι εσύ, είπες στη γιαγιά «κοιμάται ο παππούς»….γιατί δεν ήθελες να πιστέψεις το κακό. Μακάρι και τώρα απλά να κοιμόσουν. Και να ξυπνούσες. Να ξυπνούσες να πας πάλι στη δουλειά σου, στο Στρατόπεδο στη Λάρισα, για να είσαι πάντα συμβολικά κοντά στον χαμένο Ήρωα πατέρα. Πάντα καλοντυμένη. Αξιοπρεπής. Κυρία. Ανθρώπινη. Καλή. Που είχε μέσα της το καλό και το σκορπούσε απλόχερα και ποτέ δεν ήθελε να πιστέψει το κακό.  Όπως δεν ήθελες να πιστέψεις και την απώλεια του δικού μου πατέρα, που μαζί την μάθαμε, γιατί είχες ανέβει στη Θεσσαλονίκη, για να μου σταθείς στην εξεταστική.

Θα σε θυμάμαι πάντα.

Και θα σε κρατάω στην καρδιά μου, με τη μνήμη σου ιερή και αγαθή.

Τα λόγια τα πολλά δεν σου άρεσαν

Ούτε σου πρέπουν

Πράξεις μόνο. Πράξεις αγάπης και προσφοράς καθόρισαν τη ζωή σου.

«Συμπαθάτε με.

η καρδιά μου είναι κει», με τη θεια Λούλα, με την Αυγούστα της καρδιάς μου,
«και πρέπει να σωπάσω ώσπου να μου ξανάρθει».

Καλό σου ταξίδι και καλή αντάμωση,

Θεία Λούλα,

Αξιοπρεπέστατη Λούλα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr