Σπυρίδων Βλιώρας – Τί σχέση έχουν: γαύρος, γάβρος, Γάβρος, γαῦρος, γάββρος ;

0 1.610

Αναδημοσιεύουμε μέρος του άρθρου που φέρει τον τίτλο: ” γαύρος, γάβρος, Γάβρος, γαῦρος, γάββρος – Τι σχέση έχουν; ” του Φιλόλογου Σπύρου Βλιώρα:

Τι σχέση έχουν οι λέξεις του τίτλου και ποια είναι η ορθή γραφή τους; Έχουν όλες ετυμολογική συγγένεια μεταξύ τους ή είναι απλώς παρώνυμες; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

γαύρος

Πρόκειται για μικρό ψάρι, με μήκος μέχρι είκοσι εκατοστά και στενόμακρο σώμα, παρόμοιο με τη σαρδέλα. Αλιεύεται από τα τέλη Αυγούστου και μετά για το νόστιμο κρέας του και διατηρείται και ως παστό (αντσούγια).

Στο Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών έχουμε μια ωραία περιγραφή με παρατηρήσεις περί γεύσεως: «Ὁ μικρὸς ἀγελαῖος ἰχθύς ἔγγραυλις ὁ ἐγκρασίχολος (engraulis encrasicholus), τῆς οἰκογενείας τῶν κλυπεϊδῶν (Clupeidae) (sic), ὁμοιάζων πρὸς μικρὰν «σαρδέλαν», ἀλλ᾿ ἰσχνότερος ταύτης καὶ ὀλιγώτερον γευστικὸς.»[2]

Ετυμολογία

Ο θεμελιωτής της επιστήμης της γλωσσολογίας στην Ελλάδα και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιος Χατζιδάκις στον 22ο τόμο του περιοδικού Αθηνά (1910) πρότεινε την ετυμολογική προέλευση της λέξης γαύρος από την ελληνιστική ἔγγραυλις μέσω της εξής πορείας: ἔγγραυλις > πληθυντικός ἐγγραύλεις > *ἐγγραῦλος[3] > *’γγραῦλος > *γραῦλος > *γλαῦρος > γαῦρος, «κατ’ ἀναλογικὸν μεταπλασμὸν ἐκ τοῦ πληθυντικοῦ πρὸς τὰ εἰς -ος ὀνόματα ἰχθύων».[4]

Ο συντάκτης του λήμματος γαύρος του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών[5] θεωρεί πιθανότερη την προέλευση «ἐξ ἀμαρτήρου βυζαντινοῦ τύπου *γραυλόπαστον, πιστουμένου ἐκ τοῦ παρὰ Προδρόμῳ ἐγγραυλοπαστοφάγος, ὅθεν κατ᾿ ἀπόσπασιν τοῦ α’ συνθετικοῦ *γραῦλος > *γλαῦρος > γαῦρος.»

Πράγματι στον 105 στίχο του τετάρτου βιβλίου του λεγόμενου Πτωχοπρόδρομου απαντά το τύπος ἐγγραυλοπαστοφάγος:

«Οὐκ εἶσαι σεβαστοῦ παιδὶν οὐδὲ κουροπαλάτη,[6]

σαρδαμαριοῦ[7] παιδίν εἰσαι, χαβιαροκαταλύτου,

σκουμπροπαλαμιδόπαστος, ἐγγραυλοπαστοφάγος.»[8]

Ετυμολογικά λοιπόν η λέξη προέρχεται από τον υποθετικό μεσαιωνικό τύπο *γραύλος με αντιμετάθεση του λ με το ρ.

Ελληνιστική περίοδος

Στην ελληνιστική περίοδο το ψάρι ονομαζόταν με τα ονόματα ἐγγραυλίς, ἔγγραυλις, ἔγγραυλος, ἐγγραύλη, ἐγγραῦλα.

φύη

Ανήκε στην γενικότερη κατηγορία ψαριών με το όνομα ἀφύη,[9] που σημαίνει αφρόψαρο, και περιλάμβανε τις σαρδέλες, τους γαύρους κ.ά.

Η λέξη ἀφύη είχε μια ενδιαφέρουσα πορεία από την ελληνιστική Ελλάδα προς τη Δύση και πάλι πίσω ως αντιδάνειο. Καταρχάς την παρέλαβαν οι Λατίνοι ως aphyē / apua, και μέσω του τύπου *apiuva της δημώδους λατινικής και των τύπων anciôa (λιγουριανά) και  acciuga (ιταλικά) ξαναγύρισε στην ελληνική γλώσσα ως αντσούγια / αντζούγια: ο παστός γαύρος!

Ας παραθέσουμε και κάποια αποσπάσματα αρχαίων κειμένων που αναφέρουν τους όρους που πραγματευόμαστε:

  • «Ἡ δ’ ἄλλη ἀφύη γόνος ἰχθύων ἐστίν, ἡ μὲν καλουμένη κωβῖτις κωβιῶν τῶν μικρῶν καὶ φαύλων, οἳ καταδύνουσιν εἰς τὴν γῆν· ἐκ δὲ τῆς φαληρικῆς γίνονται μεμβράδες, ἐκ δὲ τούτων τριχίδες, ἐκ δὲ τῶν τριχίδων τριχίαι, ἐκ δὲ μιᾶς ἀφύης, οἷον τῆς ἐν τῷ Ἀθηναίων λιμένι, οἱ ἐγκρασίχολοι καλούμενοι. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλη ἀφύη, ἣ γόνος ἐστὶ μαινίδων καὶ κεστρέων.» (Αριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 596b, 22-27)
  • «Ἐγγραύλεις, οἳ δὲ ἐγκρασιχόλους καλοῦσιν αὐτάς, προσακήκοά γε μὴν καὶ τρίτον ὄνομα αὐτῶν, εἰσὶ γὰρ οἳ καὶ λυκοστόμους αὐτὰς ὀνομάζουσιν. ἔστι δὲ μικρὰ ἰχθύδια, καὶ πολύγονα φύσει, λευκότατα ἰδεῖν. ἐσθίουσί γε μὴν μάλιστα οἱ ἀγελαῖοι τῶν ἰχθύων αὐτά. δείσαντα οὖν συνθεῖ πρὸς ἄλληλα, καὶ ἐχόμενον τοῦ πλησίον ἕκαστον τῇ σφίγξει τὸ ῥᾳδίως ἐπιβουλεύεσθαι διαπέφευγε. τοσαύτη δὲ ἄρα αὐτῶν ἡ ἕνωσις γίνεται συνδραμόντων, ὡς καὶ πορθμίδας ἐπιθεούσας μὴ διασχίζειν αὐτά· καὶ μέντοι καὶ κώπην ἢ κοντὸν εἴ τις αὐτῶν διεῖναι θελήσειε, τὰ δὲ οὐ διαξαίνεται, ἀλλὰ ἔχεται ἀλλήλων ὡς συνυφασμένα. καθεὶς δὲ τὴν χεῖρα ὡς ἐκ σωροῦ πυρῶν ἢ  κυάμων λάβοις ἂν βιαίως ἀποσπάσας, ὡς καὶ διασπᾶσθαι πολλάκις, καὶ τὰ μὲν ἡμίτομα τῶν ἰχθυδίων λαμβάνεσθαι, τὰ δὲ ὑπολείπεσθαι. καὶ γὰρ τὸ μὲν οὐραῖον καθέξεις, μένει δὲ σὺν τοῖς ἄλλοις ἡ κεφαλή· ἢ κεφαλὴν κομιεῖς οἴκαδε, μένει δὲ ἐν τῇ θαλάττῃ τὸ λοιπόν. καλεῖται δὲ αὐτῶν ἡ πυκνή τε καὶ συνεχὴς νῆξις βόλος, καὶ πεντήκοντα ἁλιάδας πολλάκις ἐπλήρωσεν εἷς βόλος, ὥς φασιν οἱ θαλαττουργοί.» (Κλαύδιος Αιλιανός, De Natura Animalium (Περὶ ζῴων ἰδιότητος), 8, 18, 1-21)
  • «Ἔστι δέ τις νεπόδων δειλὸς καὶ ἄκικυς ὅμιλος, ἀβληχρῆς ἀφύης ἀδινὸν γένος, αἳ καλέονται ἐγγραύλεις· ἀγαθὴ δὲ βόσις πάντεσσιν ἔασιν ἰχθύσιν· αἰεὶ δέ σφιν ἐνὶ φρεσὶ φῦζα δέδηε, πάντα δ’ ὑποτρομέουσι, σὺν ἀλλήλαις δὲ χυθεῖσαι σωρηδὸν μίμνουσι καὶ ἀθρόαι ἐμπεφύασιν, ἠΰτ’ ἀναγκαίοιο βίην δεσμοῖο φέρουσαι· οὐδέ κε μητίσαιο διάκρισιν εὐρέος ἐσμοῦ οὐδὲ λύσιν· τοῖον γὰρ ἐν ἀλλήλῃσιν ἔχονται. πολλάκι μὲν καὶ νῆες ἐν ἕρμασιν ἠΰτ’ ἔκελσαν κείναις, πολλάκι δέ σφιν ἐνιπλήσσουσιν ἐρετμοῖς κληΐδων ἐλατῆρες, ἐνέσχετο δ’ ἱεμένη περ κώπη, πετραίης ἅτε χοιράδος ἀντιτυχοῦσα· καί πού τις βουπλῆγα βαρύστομον ἰθὺς ἀείρας ἐγγραύλεις ἐτίναξε καὶ οὐ διέκερσε σιδήρῳ στῖφος ἅπαν, βαιὴν δ’ ἀγέλης ἀπεδάσσατο μοῖραν· καὶ τῆς μὲν κεφαλὴν πέλεκυς τάμε, τὴν δ’ ἐκόλουσεν οὐρῆς, τὴν δ’ ἤμησε μέσην, τὴν δ’ εἷλεν ἅπασαν.» (Οππιανός, Ἁλιευτικά, 4, 468-485)
  • «ἀφύης· ἐγγραύλεως, ἐγγραύλου, ἐγγραύλης, ἀκτάρας· ἀφύηἔγγραυλις, γίνεται ἀπὸ τοῦ α τοῦ σημαίνοντος τὸ κακὸν, καὶ τοῦ φυὴ ἡ τοῦ σώματος διάπλασις· κακοφυὴς γὰρ ἀληθῶς ἡ ἀφύη.» (Σχόλια στα Ἁλιευτικά του Οππιανού, 1, 767, 3)

Δεύτερη σημασία

Βέβαια, η λέξη γαύρος έχει και μια δεύτερη αργκοτική σημασία: οπαδός του Ολυμπιακού! «Ως προς τη χρήση της λέξης στην ποδοσφαιρική αργκό, σύμφωνα με μια εκδοχή, η ονομασία αυτή ανάγεται στη δεκαετία τού 1960, όταν οπαδοί του Παναθηναϊκού υποδέχθηκαν τους οπαδούς του Ολυμπιακού με ψαροκασέλες από γαύρους πριν από τον μεταξύ τους αγώνα. Βαθμηδόν οι οπαδοί τού Ολυμπιακού υιοθέτησαν την προσφώνηση.»[10]

Στη Βικιπαίδεια[11] επισημαίνεται ότι «η ονομασία χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους αντιπάλους της ελληνικής πειραϊκής ομάδας Ολυμπιακός με ειρωνικό χαρακτήρα, ενώ αντίθετα για τους ίδιους τους οπαδούς και φιλάθλους της ο χαρακτηρισμός δεν προέρχεται από το ψάρι αλλά από το “γαυριάς ή γαύρος” που ονομάζεται αφενός το άλογο που είναι έτοιμο για αγώνα αλλά και για πρόσωπα που υπερηφανεύονται και κορδώνονται ιδιαίτερα για μαγκιά και ερωτοτροπίες», παραπέμποντας έτσι στη σημασία της αρχαιοελληνικής λέξης «γαῦρος».[12]

γάβρος

Σε πολλά ελληνικά λεξικά, όπως το λεξικό Μπαμπινιώτη, η λέξη δεν υπάρχει, ενώ σε άλλα, όπως το πρόσφατο Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών, γράφεται με -υ-: γαύρος.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Σπύρου Βλιώρα όπως δημοσιεύεται στην προσωπική του σελίδα vlioras.gr

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr