Ψηλαφώντας τους Καππαδόκες – Η φιλοσοφία, οι νέοι, το κακό – Του π. Ηρακλή Φίλιου
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών αποτελεί πάντοτε μία ευλογημένη ευκαιρία γνωριμίας με τους λόγους των Πατέρων. Αυτή η γνωριμία οφείλει να διαφυλάξει δύο πράγματα: Αφενός μεν την απομάκρυνση οποιασδήποτε διάθεσης επιβάλλει την ανάδειξη του πατερικού λόγου σε μουσειακό έκθεμα μιας κάποιας παρελθούσης εποχής, αφετέρου δε την διαχρονική αξία του ρόλου και του έργου των μεγάλων Πατέρων.
Ποιοι καλούνται όμως Πατέρες της Εκκλησίας; Στην χριστιανική αρχαιότητα Πατέρες ονομάζονταν οι πνευματικοί οδηγοί και διδάσκαλοι, όσοι κατείχαν σπουδαία θέση αρμόζουσα στην υψηλή αξία την οποία έχει για τον χριστιανισμό η νέα γέννηση, η πνευματική [1]. Τον 4ο αιώνα ο τίτλος του πατέρα αφορούσε τους μοναχικούς ηγέτες και περιέγραφε τη σχέση πατρός – αββά και υποτακτικού [2]. Αργότερα με αφορμή τις Οικουμενικές Συνόδους ο όρος λαμβάνει άλλο περιεχόμενο και αναφέρεται στους άνδρες εκείνους που συμμετείχαν στις Οικουμενικές Συνόδους ή έγραψαν έργα ενάντια στις αιρέσεις των πρώτων αιώνων. Αυτούς εννοεί ο Μ. Βασίλειος λέγοντας πως πρέπει να διαφυλάττουμε ‘’ἅ παρά τῶν ἁγίων πατέρων δεδιδάγμεθα’’ [3].
Ας ξεκινήσουμε όμως με μία άκρως σημαντική επισήμανση για τα θεολογικά πράγματα. Στην διεθνή βιβλιογραφία ως Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται οι Πατέρες της Καππαδοκίας, που ανήκουν στην ίδια ‘’θεολογική σχολή’’, δηλαδή ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Γρηγόριος Νύσσης. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν είναι Καππαδόκης. Τότε όμως γεννάται ένα ερώτημα: Γιατί από την χορεία των Τριών Ιεραρχών αφαιρέθηκε ο Γρηγόριος Νύσσης;
Είναι γνωστό πως ο Νύσσης είναι ο πιο φιλοσοφικός [4] από τους άλλους δύο Καππαδόκες. Αυτό βέβαια υπό την έννοια πως αποφεύγει έναν άκαμπτο δογματισμό και αναζητά ει την αλήθεια μέσα από στοχασμούς και υποθέσεις [5]. Αυτή η φιλοσοφική επιμονή του Νύσσης του στοίχισε. Δεν καταδικάστηκε, αλλά η φιλοσοφική του στάση είχε συνέπειες [6] ακόμη κι όταν στην θεωρία περί αποκατάστασης των πάντων επηρεάστηκε από τον Ωριγένη [7]. Αλλά και οι άλλοι δύο Καππαδόκες Πατέρες, Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος Θεολόγος μελέτησαν από κοινού την θεολογία βάσει κυρίως των συγγραμμάτων του Ωριγένη, εκ των οποίων φιλοτέχνησαν την Φιλοκαλία [8]. Ο Νύσσης χρησιμοποίησε την φιλοσοφία κατά τρόπο δομικό, μέσα από την εκλεκτική χρήση των φιλοσοφικών εννοιών [9]. Διαβάζουμε στο Αλήθεια και Αποκάλυψη: ‘’Στην διεθνή θεολογία είναι γνωστή η τριάς των μεγάλων Καππαδοκών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και Γρηγορίου του Νύσσης, αλλ’ είναι λίαν χαρακτηριστικό διά την Ελληνική Εκκλησία, ότι αφαίρεσε τον Νύσσης Γρηγόριο και προσέθεσε τον μέγα Ιωάννη, τον Χρυσόστομο [10]. Τελικά, η τιμή προς τον Νύσσης αποκαταστάθηκε από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (787), 400 έτη μετά τον θάνατο του, η οποία του απέδωσε τον τίτλο ‘’πατήρ πατέρων’’.
Επιτρέψετε μου να αναφερθώ σε μερικά σημεία από τον Μ. Βασίλειο και τον Γρηγόριο Νύσσης. Πριν όμως, θέλω να αναφερθώ με συντομία στην χρήση της φιλοσοφίας από την θεολογία. Δυστυχώς, είναι εμφανές πως η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια. Ας σταθούμε λοιπόν στους Πατέρες. Οι Καππαδόκες χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την φιλοσοφία. Σπούδασαν την φιλοσοφία, συναναστράφηκαν με φιλοσόφους, στα έργα τους χρησιμοποιούν φιλοσοφικούς όρους από τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τους Στωικούς κ.ά. Ο καθηγητής Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας, με καταγωγή από τα Τρίκαλα, Ιωάννης Πλεξίδας προ ετών σε συνέντευξη μας στην Πεμπτουσία σημείωνε για το θέμα αυτό: ‘’ Τότε γνώρισα τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών συγγραφέων και ήρθα σε επαφή με το μεγαλείο της σκέψης τους. Διαπίστωσα ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας όχι μόνο γνώριζαν την προγενέστερη φιλοσοφική σκέψη, αλλά τη χρησιμοποίησαν για τη διατύπωση του Ορθοδόξου δόγματος μεταμορφώνοντας τον σημασιολογικό πυρήνα των φιλοσοφικών εννοιών. Έτσι, ενώ οι Πατέρες μιλούν για «φύση» ή «ουσία», για «ενέργεια» κ.ά., όπως άλλωστε και οι φιλόσοφοι, οι συγκεκριμένοι όροι αποκτούν ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο για τους χριστιανούς συγγραφείς [11].
Οι Πατέρες του 4ου και 5ου αιώνα σπούδασαν στις φιλοσοφικές σχολές [12]. Τα έργα των Πατέρων μαρτυρούν την χρήση της φιλοσοφίας από τους ίδιους προκειμένου να αναπτύξουν τα δόγματα της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια φιλοσοφικές έννοιες και όροι που προέρχονταν από την φιλοσοφία, χρησιμοποιήθηκαν από τους Πατέρες με τρόπο αλιευτικό. Θα γράψει ο Γρηγόριος Θεολόγος για τον τρόπο χρήσης της φιλοσοφίας: ‘’ταῦτα ὡς ἐν βραχέσι πεφιλοσόφηται προς ὑμᾶς δογματικῶς ἀλλ’ οὐκ ἀντιλογικῶς, ἁλιευτικῶς, ἀλλ’ οὐκ ἀριστοτελικῶς∙ πνευματικῶς, ἀλλ’ οὐ κακοπραγμονικῶς· ἐκκλησιαστικῶς, ἀλλ’ οὐκ ἀγοραίως· ὠφελίμως ἀλλ’ οὐκ ἐπιδεικτικῶς’’ [13].
Για την διατύπωση των δογμάτων οι Πατέρες πήραν όρους από την φιλοσοφία και τους έδωσαν νέο περιεχόμενο [14]. Η ανάγκη αυτή ξεκίνησε από την Σύνοδο της Αλεξάνδρειας το 362 , αλλά οι Καππαδόκες ολοκλήρωσαν την προσπάθεια αυτή. Υπόσταση, πρόσωπο, άτομο, ουσία, φύση, αποτελούν φιλοσοφικά δάνεια. Για παράδειγμα, ως προς τον όρο ‘’υπόσταση’’ ο Μ. Βασίλειος επηρεάζεται από τον Ωριγένη, στον οποίο η υπόσταση προσδιορίζει την ατομική ιδιαιτερότητα και πραγματικότητα του κάθε μέλους της Τριάδας. Επίσης, ο όρος ‘’ουσία’’ προσδιορίζει και περιγράφει την κοινή τους ενότητα και μοναδικότητα [15]. Κι ενώ η αρχαιοελληνική σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο ‘’πρόσωπο’’ υπό την έννοια του προσωπείου (βλ. Σαβέλλιος) [16], πρώτοι οι Καππαδόκες Πατέρες ταύτισαν τον όρο ‘’πρόσωπο’’ με τον όρο ‘’υπόσταση’’ [17].
Η φιλοσοφία για τους Καππαδόκες Πατέρες λειτουργεί ως ‘’θυγατέρα της θεολογίας’’ (filia theologiae) [18]. Η Εκκλησία, ήδη από τα πρώτα χρόνια (βλ. μάρτυς και φιλόσοφος Ιουστίνος) δεν καταδίκασε την φιλοσοφία. Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην κλασική παιδεία ήταν στάση υιοθέτησης κάθε τι που δεν φθείρει και δεν βλάπτει τους χριστιανούς. Εξάλλου, για τον Νύσσης η φιλοσοφία είναι ιατρικής της ψυχής [19]. Ένα πρόβλημα εμφανίστηκε όταν ο Ιουλιανός διά διατάγματος απαγόρευσε την χρήση της φιλολογίας, φιλοσοφίας και ρητορικής από τους χριστιανούς [20]. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος που γνώριζε τον Ιουλιανό, έγραψε μετά τον θάνατο του για τον λόγο αυτό τους δύο Στηλιτευτικούς λόγους.
Γι’ αυτό και ο Μ. Βασίλειος έγραψε ένα περίφημο έργο με τίτλο ‘’Πρός τούς νέους ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων’’. Αξίζει να σταθούμε για λίγο στο έργο αυτό. Η ομιλία αυτή έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα [21]. Οι απαγορεύσεις του Ιουλιανού οδήγησαν τον Μ. Βασίλειο να γράψει αυτό το έργο [22]. ‘’Και να συναναστρεφόμαστε με ποιητές και λογογράφους και ρήτορες και με όλους τους ανθρώπους, από τους οποίους πρόκειται να προέλθει κάποια ωφέλεια για την επιμέλεια της ψυχής’’ [23]. Αυτά συμβουλεύει ο Μ. Βασίλειος στους νέους. Δεν απορρίπτει τίποτε ο Μ. Βασίλειος από την θύραθεν παιδεία, δεν την εξορκίζει, δεν την απομονώνει και δεν την θεωρεί ως κάτι κακό. Αυτή είναι η θέση των Καππαδοκών Πατέρων και είναι περίτρανη η αλήθεια αυτή μέσα στα ίδια τους τα έργα. Ο Μ. Βασίλειος συμβουλεύοντας τους νέους να δέχονται από αυτούς (εν. τους αρχαίους άνδρες) ό,τι είναι χρήσιμο και να γνωρίζουν τι πρέπει να παραβλέπουν [24] χρησιμοποιεί ορισμένα παραδείγματα για να τους δείξει τον τρόπο επιλογής εκείνου που είναι χρήσιμο για την ψυχή τους. Αναφέρω το παράδειγμα της τριανταφυλλιάς. Αφού σημειώνει πως ‘’και εμείς αν είμαστε σώφρονες, αφού αποκομίσουμε απ’ αυτά όσο μας είναι οικείο και συγγενεύει προς την αλήθεια, τα υπόλοιπα θα τα παρατρέξουμε’’ [25], αναφέρει το εξής παράδειγμα: ‘’Και όπως, όταν κόβουμε από την τριανταφυλλιά το άνθος, παραμερίζουμε τα αγκάθια, έτσι και στην περίπτωση των συγγραμμάτων αυτών, αφού καρπωθούμε από αυτά όσο είναι χρήσιμο, ας προφυλαχθούμε από το βλαβερό’’ [26].
Κλείνοντας το θέμα της φιλοσοφίας και τον τρόπο με τον οποίο οι Πατέρες την ανέδειξαν στα έργα τους, οφείλω μερικές επισημάνσεις. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, δεν πολεμούσαν την φιλοσοφία, παρά έθεταν τα όρια της σχέσης της με τη θεολογία [27]. Γνωρίζετε ποιο είναι το πιο πολυδιαβασμένο κείμενο στη βυζαντινή αυτοκρατορία μετά την Αγία Γραφή και με περισσότερα από 1000 αντίγραφα; Το αριστοτελικό corpus, δηλαδή τα κείμενα του Αριστοτέλη. Ξέρετε ποιοι τα δημιουργούσαν, μιας και δεν είχαμε τυπογραφεία στο Βυζάντιο; Οι μοναχοί στα μοναστήρια! Εάν οι βυζαντινοί ήθελαν να εμποδίσουν τα κείμενα των Ελλήνων φιλοσόφων, μπορούσαν να κάνουν κάτι πιο απλό και λιγότερο χρονοβόρο από το να καίνε βιβλία, όπως ισχυρίζονται οι σύγχρονοι ανιστόρητοι «Ελληνιστές». Μπορούσαν να μην αντιγράφουν τους παπύρους [28]. Οι χριστιανοί μοναχοί, λοιπόν, διέσωσαν την αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση.
Το κακό (κατ’ επέκταση το ζήτημα της θεοδικίας) απασχόλησε τους Καππαδόκες Πατέρες [29]. Τόσο ο Μ. Βασίλειος, όσο και ο Γρηγόριος Νύσσης θεωρούν πως το κακό δεν έχει ουσία, δεν έχει δική του ύπαρξη. Αρχικά να σημειωθεί πως η φιλοσοφική πορεία που ακολουθούν οι δύο Καππαδόκες για την ταυτότητα του κακού θυμίζει την αρχαιοελληνική γνωσιολογία, όπου το κακό είναι στέρηση του αγαθού [30]. Βλέπουμε στον Μ. Βασίλειο [31] και στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, σ’ ένα δύσκολο και φιλοσοφικό κατά πολύ έργο του [32], το κακό ως στέρηση. Αυτό μας λέει ο Πλάτωνας [33] και ο νεοπλατωνικός Πλωτίνος [34]. Από εκεί το πήραν οι Καππαδόκες, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης [35] και Μάξιμος Ομολογητής [36], όπου στους δύο τελευταίους το κακό δεν υπάρχει ‘’αὐτότακον’’, δεν έχει υπόσταση, αλλά είναι ‘’παρυπόσταση’’ (‘’ανυπόστατο’’ [37] το χαρακτηρίζει ο Νύσσης). Εδώ έρχεται ο Γρηγόριος Νύσσης και λέει το εξής εκπληκτικό: ‘’Το κακό θεμελιώνει το είναι του, την ύπαρξη του στην ανυπαρξία του’’ [38]. Αυτά μας θυμίζουν πως η φιλοσοφία είναι εκείνη που αποκλείει το ουσιακό κακό, κατά τον Paul Ricoeur [39].
Η σύγχρονη εποχή φέρνει νέα δεδομένα και νέες προκλήσεις στο προσκήνιο. Ο πατερικός λόγος απαγκιστρωμένος από το λατρεμένο και ειδωλοποιημένο παρελθόν είναι ανάγκη να προσαρμοστεί στην εποχή μας, χρησιμοποιώντας τις μορφές και τα σχήματα της εποχής, όπως ακριβώς οι Πατέρες έπραξαν. ‘’Οι Τρεις Ιεράρχες συνδύασαν τις γνώσεις και το ήθος, την Επιστήμη και την Πίστη, τον σεβασμό προς τον Θεό και την αγάπη για τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Το παράδειγμά τους καταδεικνύει ότι και σήμερα πρέπει να σεβόμαστε και να αξιοποιούμε τα πορίσματα της Επιστήμης’’ [40]. Αυτά σημειώνουν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο εόρτιο μήνυμα για την εορτή των Τριών Ιεραρχών. Είναι καιρός της συνάντησης, του διαλόγου, της ανάδειξης της αληθινής σοφίας των Πατέρων μέσα στην ασοφία, μικρότητες και συγχύσεις του κόσμου τούτου. Είναι καιρός του ποιήσαι!
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (βαλκανιολόγος, θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Παραπομπές:
[1] Πανάγ. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Α, Εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 22.
[2] Ό.π. σ. 23.
[3] Μ. Βασίλειος, Επιστολή 140, 2.
[4] Ευάγγελος Κωνσταντίνου, Γρηγόριος ο Νύσσης, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 12ος, σσ. 754-771, 756-757. Επίσης βλ. Αναστάσιος Μαράς, Η εσχατολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Φιλοσοφικές και θεολογικές πηγές. Δευτέρα Παρουσία, Παράδεισος, Κόλαση, Αποκατάσταση, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Ηρόδοτος, 2002, σ. 22, σημ. 8.
[5] Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου, P.G. 44, 180C.
[6] Βλ. σχετικά Έφη Γαζή, Ο δεύτερος βίος των τριών Ιεραρχών. Μία γενεαλογία του ‘’ελληνοχριστιανικού πολιτισμού’’, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, σ. 227.
[7] Ο Ωριγένης αποτελεί τον κύριο εκφραστή της θεωρίας περί αποκατάστασης των πάντων, στην οποία αναφέρεται και ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Η θεωρία αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη σκέψη του Νύσσης (δεν ταυτίζεται με τον Ωριγένη) κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι την αναπτύσσει στο έργο του Λόγος Κατηχητικός ο μέγας, ένα αυστηρώς θεολογικό έργο που απευθύνεται σε περιορισμένο κοινό (σχετικά βλ. Morwenna Ludlow, Universal Salvation, σ. 85).
[8] Γρηγορίου Θεολόγου έργα, Εισαγωγή, ΕΠΕ 1, σ. 13.
[9] Παπαδόπουλος Στυλιανός, Πατρολογία Τόμος Β’, Αθήνα, σσ. 594-595.
[10] Berdiaef Nikolai, Αλήθεια και Αποκάλυψη, Αθήνα, εκδόσεις Δωδώνη, 1967, μτφρ. Μαλεβίτσης Χρήστος, σ. 195.
[11] Βλ. https://www.pemptousia.gr/2017/07/i-afomiosi-tis-filosofias-apo-tin-pateriki-theologia/
[12] Βλ. Πανάγ. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Α, Εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 70-71.
[13] Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΚΓ’, Εἰρηνικός, λεχθείς ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐπί τῇ γενομένῃ τῷ λαῷ φιλονεικίᾳ, περί ἐπισκόπων τινῶν διενεχθέντων πρός ἀλλήλους, PG 35, 1164 C.
[14] M.J. Congar, Theologie, D.T.C., 15, 1, 341-342: ‘’Το γεγονός ότι μέγα μέρος της χριστιανικής ορολογίας είναι ειλημμένον εκ της ελληνικής φιλοσοφίας δεν σημαίνει ποσώς ότι υπάρχει και ταυτότης εννοιολογική. Ο χριστιανισμός απλώς και μόνο εδανείσθη εκ της αρχαίας ελληνικής φιλσοοφίας σχήματα και μορφάς, ίνα διά του τρόπου αυτού δυνηθή να εκφράση δι’ ανθρωπίνων κατηγοριών αληθείας υπερφυσικάς’’.
[15] Μ. Βασίλειος, Επιστολή 38, 2, ελλ. Πατρολ. 32, 325Β.
[16] Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή 236, Ἀμφιλοχίῳ Ἐπισκόπῳ Ἰκονίου, P.G.32,885A.
[17] Ιωάννου Ζηζιούλα, Ἀπό τό προσωπεῖον στό πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου, Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Μελετῶν, Θεσσαλονίκη1977, σ. 294.
[18] Βλ. σχετικά Γ. Δ. Μαρτζέλου, Φιλοσοφία και θεολογία στην πατερική παράδοση, στο Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής (Νέα σειρά), Τμήμα Θεολογίας, Τιμητικό αφιέρωμα στον ομότιμο καθηγητή Νίκο Γρ. Ζαχαρόπουλο 7 (1997), σ. 177 κ.ε.. του ίδιου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 21 κ.ε.
[19] Γρηγόριος Νύσσης, Περί παρθενίας, Κεφ. ΚΓ’, 23,2.
[20] Codex Theodos. 13, 35∙ Ιουλιανού επιστολή 61.
[21] Οι Πατέρες έγραψαν έργα ανάλογα με τις περιστάσεις της εποχής τους (δογματικές, εγκωμιαστικές, παιδαγωγικές, ηθικολογικές – κοινωνιολογικές ομιλίες, επιστολές, ποιήματα κ.ά.).
[22] Βλ. Π. Χρήστου, Μ. Βασιλείου έργα, ΕΠΕ 1, σσ. 23-24.
[23] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς νέους ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, ΕΠΕ 7, σ. 321.
[24] Ό.π. σ. 319.
[25] Ό.π. σ. 327.
[26] Ό.π.
[27] Τα όρια αυτά καθίστανται σαφή στο λόγο του Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν ἀρχήν τῶν Παροιμιῶν, P.G. 31, 385CD-421A, 589C.
[28] H. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Αθήνα, εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, τόμος Α΄, 1991, μτφρ. Λ.Γ. Μπενάκης, Ι.Β. Αναστασίου, Γ.Χ. Μακρή, σ. 55.
[29] Με το ζήτημα του κακού ασχολήθηκαν και άλλοι Πατέρες (Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Μάξιμος Ομολογητής και Ιωάννης Δαμασκηνός).
[30] Οι Γνωστικοί υποστήριζαν πως υφίστανται δύο αρχές (δυαρχία), το καλό και το κακό. Οι Καππαδόκες δεν δέχονται δύο αρχές αλλά μία. Βλ. για το κακό ως αλλοτρίωση του αγαθού, Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, PG45, 37D.
[31] Μ. Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, ΕΠΕ 7, σσ. 105-106.
[32] Ιωάννου Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος, Φιλοσοφική και θεολογική βιβλιοθήκη αριθ. 8, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007.
[33] Βλ. Πλάτων, Λύσις, 218a.
[34] Πλωτίνου, Εννεάδες I 8,6.
[35] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, PG 3, 721A και 732C.
[36] Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια περί αγάπης, PG 90, 1052A.
[37] Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, PG 45, 73A.
[38] Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως, PG 46, 93AB.
[39] Paul Ricoeur, Το κακό, μια πρόκληση για τη φιλοσοφία και τη θεολογία, εκδόσεις Πόλις, σ. 43.
[40] Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Μήνυμα για την εορτή των Τριών Ιεραρχών, 27/01/2022.