Ηρακλής Φίλιος: Ο χρόνος στην αιωνιότητα
Τι σχέση έχει άραγε ο χρόνος με την αισθητή φύση; Με τον άνθρωπο, την κτίση, τα δέντρα, τη θάλασσα, το έδαφος;
Τι σχέση έχει άραγε ο χρόνος με την αισθητή φύση; Με τον άνθρωπο, την κτίση, τα δέντρα, τη θάλασσα, το έδαφος;
Τι σχέση έχει άραγε ο χρόνος με την αισθητή φύση; Με τον άνθρωπο, την κτίση, τα δέντρα, τη θάλασσα, το έδαφος; Είναι ανεξάρτητος από τα αισθητά; «Συμφυής ἄρα τῷ κόσμῳ» θα μας πει στην Εξαήμερο ο Μ. Βασίλειος.
Επομένως αρχίζουμε με την αρχή πως δεν είναι ανεξάρτητος ο χρόνος από τον κόσμο. Αυτή η σχέση θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε και να διαπιστώσουμε πως ο χρόνος είναι σύμμαχος στον αγώνα της σωτηρίας που δίνει ο χριστιανός. Πολλοί θα αναρωτηθούν για το ανακριβές των λόγων αυτών. Είναι το αδυσώπητο και ατελέσφορο του χρόνου που δεν επιτρέπει ευγενείς και ελπιδοφόρες σκέψεις για την πορεία των πραγμάτων. Έχω όμως την αίσθηση πως αυτή η δειλία έως και αδυναμία όρασης του χρόνου μέσα στη σωτηρία του ανθρώπου ως ευλογία, είναι μία σκέψη που εντοπίζει τις αρχές της στη φιλοσοφία.
Και είναι γνωστό πως η θεώρηση του χρόνου στη σοφία της θύραθεν παιδείας δεν υπήρξε ενιαία αφού ο Μ. Βασίλειος στην Εξαήμερο τονίζει πως «πάντοτε ο επόμενος ανέτρεπε τον προηγούμενο». Η αδυναμία αυτής της ενιαίας αντίληψης κατά τον Μ. Βασίλειο ωφείλεται πάλι σύμφωνα με τους λόγους του στο θαυμάσιο αυτό θεολογικό και επιστημονικό έργο της Εξαημέρου, στο γεγονός ότι «δεν παραδέχθηκαν ότι στη γένεση του παντός επιστατεί μία σκεπτόμενη Αιτία», αλλά «ότι η αιτία του παντός είναι τα υλικά στοιχεία του κόσμου».
Ο Ηράκλειτος μίλησε για συνεχή μεταβολή των πάντων, ο Ζήνων για φαινομενολογική θεώρηση της κίνησης, ο Πλάτων για τον χρόνος που κατανοείται από την αντίθεση ιδεών και αισθητής φύσης, ο Αριστοτέλης για δύο μέρη του χρόνου (παρελθόν, μέλλον). Ανάλογες και διαφορετικές θεωρήσεις του χρόνου υπό το πρίσμα των υλικών στοιχείων του κόσμου, ήτοι των αισθητών, διατυπώθηκε από τους Bergson, Heidegger, Kant κ.ά. Φυσικά και οι θέσεις περί χρόνου από όποια φιλοσοφική σχολή και αιώνα κι αν προέρχονταν υπήρξαν αξιόλογες και προσέγγισαν το «ακατανόητο μυστήριο του χρόνου» όπως θα μας πει ο Κόντογλου στο Μικρό εορταστικό. Είχαν όμως μία πολύ σημαντική αδυναμία. Να δουν τον χρόνο ως στοιχείο που κινεί τον άνθρωπο στη σωτηρία.
Και ομολογώ πως μία τέτοια παραδοχή είναι φτωχή και ανόητη, εάν δεν ληφθεί υπόψη η θέση των Πατέρων της Εκκλησίας που δίνουν στο χρόνο την αληθινή του αξία και «υπαρξιακή ταυτότητα». Κι αν για τον Bergson ο χρόνος συνδέεται με την ανάλογη κάθε φορά ψυχική διάθεση (άλλοτε κυλά πιο γρήγορα και άλλοτε πιο αργά ανάλογα με το αν είμαστε χαρούμενοι ή λυπημένοι), για τον Μ. Αθανάσιο ο χρόνος δίνει στον άνθρωπο μία οντολογική αναφορά του ανθρώπου προς τον Θεό Δημιουργό, αφού ο Λόγος του Θεού δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να γίνει αθάνατος όπως σημειώνει στο Κατά Αρειανών. Βλέπουμε λοιπόν πως ο χρόνος δραπετεύει από τα στενά όρια μιας ψυχολογικής διάθεσης ή ενός επιπόλαιου διαχωρισμού σε μέρη και ενότητες χωρίς ίχνος εσχατολογικής αναφοράς. Και στη θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας ο χρόνος αποκτάει την αλήθεια του στη Βασιλεία των Ουρανών.
Είναι αδύνατο για την ορθόδοξη θεολογική σκέψη ο χρόνος να μην συνδεθεί με τον άνθρωπο, την κτίση και την ιστορία που βαίνουν προς το επέκεινα της πραγμάτωσης του σκοπού υπάρξεως των, που δεν είναι άλλος από τον αγιασμό. Όλα υπάρχουν στο χρόνο, ρέουν στο συνεχές της χρονικής ασυνέχειας αλλά η αγιοπνευματική ολοκλήρωση είναι εκείνη που δίνει τη δική της συνέχεια στην ασυνέχεια του χρόνου. Κι όλα αυτά ενσωματωμένα στη δημιουργία του κόσμου από ένα Θεό άναρχο, εκτός χρόνου.
Ο χρόνος για τον χριστιανό δεν είναι ένα στοιχείο ασυμβίβαστο που πρέπει πάση θυσία να το περάσει με τη χαρμολύπη της ζωής που την διέπει. Ούτε συνάδει με το ευκαιριακό αντάμωμα της πρόσκαιρης νοηματοδότησης των μύχιων του απαιτήσεων που πρέπει να ολοκληρωθούν σε συγκεκριμένα χρονικά όρια που θέτει η ανθρώπινη νόηση. Ο χρόνος έχει φύγει ήδη πριν καν ξεκινήσω να γράψω το γράμμα «Ο» της πρότασης μου. Δεν θα γυρίσει. Η ανάμνηση όμως της στιγμής θέτει με θαυμαστό τρόπο το πώς της εξέλιξης των πραγμάτων. Δηλαδή τι έγινε, και πως αυτό θα εξελιχθεί.
Όσο κι αν ο Αριστοτέλης επιμένει να θέτει το «νυν εκτός χρόνου και να φιλοσοφεί στα Φυσικά ότι «ὁ δὲ χρόνος οὐ δοκεῖ συγκεῖσθαι ἐκ τῶν νῦν», η εμπειρία της Εκκλησίας βιώνει και το χθες και το νυν και το αύριο σε μία ενιαία γραμμή όπου το βέλος του χρόνου έχει κίνηση προς τη Βασιλεία των Ουρανών. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει για τον χριστιανό νόημα και θεώρηση του χρόνου εκτός της εσχατολογικής του παρουσίας στην «ἀλήθεια τῶν μελλόντων» για να δανειστώ μία φράση του Μαξίμου Ομολογητού. Ο Μάξιμος Ομολογητής συνδέει το χθες με το σήμερα και το αύριο. Και φυσικά τα βλέπει μυστηριακά, ως «σήμερον» στη λειτουργική φανέρωση της άσαρκης παρουσίας του Θεού που φανερώνεται όμως με Σώμα και Αίμα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Η ζωή της εμπειρίας στην Εκκλησία έχει ένα μεγάλο παράδοξο. Ο άνθρωπος βιώνει το μέλλον στο παρόν. Ο χρόνος λειτουργικά συρρικνώνεται υπακούοντας το μέλλον στα παροντικά κελεύσματα. Αυτό πραγματώνεται μόνο μυστηριακά και προσφέρει στον άνθρωπο λύτρωση που δεν νοείται ως αποφυγή των δεσμευτικών ορίων των αισθητών αλλά ως ανακαίνιση της ολότητας του στο μυστήριο της υπερβατικής παρουσίας του Ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού.
Χρόνια πολλά, Καλή χρονιά με ένα έτος φωτός, χώρου και σιωπής για να μιλήσει ο Θεός…
Ηρακλής Φίλιος
Θεολόγος, Βαλκανιολόγος