Ηρακλής Φίλιος: Μια πόρνη συναντά τον Χριστό
Την Μ. Τρίτη το απόγευμα, στους ιερούς ναούς ψάλλεται το τροπάριο της Κασσιανής.
Την Μ. Τρίτη το απόγευμα, στους ιερούς ναούς ψάλλεται το τροπάριο της Κασσιανής.
Υπάρχει η αίσθηση, κι αυτό έχει περάσει σε πολλούς, πως η γυναίκα στην οποία αναφέρεται το τροπάριο, είναι η Κασσιανή, η οποία όμως δεν ήταν πόρνη αλλά ποιήτρια στο Βυζάντιο, αλλά και η Μαρία Μαγδαληνή.
Το τροπάριο της Κασσιανής «είναι μια καταστροφή κάθε είδους ηθικισμού», τονίζει ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος. «Τήν σήν αἰσθομένη θεότητα», ψάλλει η εκκλησία μας εκείνο το βράδυ. Η γυναίκα αυτή ένιωσε τη θεότητα του Χριστού. Το γεγονός της συναίσθησης, εκείνη τη στιγμή υπήρξε η κατεξοχήν αφορμή να δει μέσα της και να ελέγξει τον εαυτό της. Πίστεψε ότι μπροστά της είχε τον Υιό του Θεού. Και παρακάτω: «Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καί ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας». Δηλαδή: «Έλεγε οδυρομένη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας».
Η αίσθηση της θεότητας του Χριστού, πού την οδήγησε; Στην άσκηση αυτογνωσίας. Αρχίζει και ελέγχεται, αρχίζει και βλέπει το σκοτάδι μέσα της. Δεν δείχνει απλά και μόνο μεταμέλεια όπως ο Ιούδας. Μετανοεί και η Κασσιανή βάζει στο στόμα της τα εξής λόγια: «Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων… λύγισε στα αναστενάγματα της καρδιάς μου». Θέλει από τον Χριστό να δεχτεί τα δάκρυα που χύνονται εξαιτίας της αμαρτωλότητας της.
«Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη και κριμάτων σου ἀβύσσους». Τι έχει πει αυτή η γυναίκα! Κοίτα, λέει στον Χριστό, εσωτερικά η ύπαρξη μου αναδύει δυσωδία. Και στο τέλος του τροπαρίου ζητάει το έλεος του Θεού, λέγοντας «μην με καταφρονήσεις τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος». Όμως, δεν αρκεί να πούμε, ωραία, ο Θεός με ελεεί, δεν θα αγωνιστώ πνευματικά. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Το έλεος του Θεού δεν διασφαλίζει τη σωτηρία μου. Έτσι, είναι σαν να Του ρίχνω το βάρος της δικής μου ελευθερίας και ευθύνης.
Η γυναίκα αυτή ήταν μία τσαλακωμένη γυναίκα, μία γυναίκα που πήγε, Τον βρήκε και έβγαλε εξομολογητικά ενώπιον Του, την εσωτερική της ασχήμια. Μια ασχήμια την οποία ήρθε να ομορφύνει ο Χριστός, δίνοντας στη γυναίκα τα ερεθίσματα για να δει ποια είναι. Σε τί την οδήγησε η συναίσθηση της θεότητας του Χριστού; Στην κάθαρση της διάνοιας της. Ξεκίνησε να καθαρίζει τη σκέψη της, να προσέχει την κίνηση του νου, την προαίρεση που δημιουργείται.
Κι ο Χριστός; Δεν την απομακρύνει, δεν την θεωρεί ακάθαρτη. Δεν της λέει, θα σε δεχτώ αν μετανοήσεις, αν δεν ξανααμαρτήσεις. Δέχεται τους ανθρώπους εντελώς απροϋπόθετα. Δεν φοβίζει και δεν ενοχοποιεί ο Χριστός. Αυτά τα κάνουν οι άνθρωποι, που φέρνουν τον Χριστό στα μέτρα τους. Αυτά τα κάνουν όσοι πιστεύουν πως με την ηθική τους καθαρότητα έχουν και το δικαίωμα να πουν στον Χριστό, κοίταξε να δεις, εμείς είμαστε δικοί Σου, είμαστε καλοί, είμαστε ηθικοί, εκκλησιαζόμαστε, δεν αφήνουμε καμία λατρευτική ευκαιρία να πάει χαμένη, όπου χτυπάει καμπάνα τρέχουμε από εδώ κι από εκεί, εμείς είμαστε οι αρεστοί και οι εκλεκτοί, κοίτα να μας σώσεις. Αυτό δεν είναι αγάπη. Αυτό είναι εκβιασμός. Δεν γίνεται ο άνθρωπος να απαιτεί από τον Χριστό, όποτε θέλει να Τον κρατάει και όποτε θέλει να Τον στέλνει σε εξορία.
Κανένας άνθρωπος δεν έχει το πλεονέκτημα να επαίρεται για την ηθική του, για την καθαρότητα των λογισμών του, του σώματος, της ψυχής, της προαίρεσης, της θέλησης του. Ορισμένοι άνθρωποι, ιδίως μέσα στην εκκλησία, έχουν απίστευτες και αγεφύρωτες με την πραγματικότητα, εμμονές. Θεωρούν αμαρτία μόνο την μοιχεία, την πορνεία, την ομοφυλοφιλία, αλλά φυσικά όταν νηστεύουν, με το στόμα τους ξεσκίζουνε τη σάρκα του άλλου, αλληθωρίζοντας με προκλητικό τρόπο. Άνθρωποι σκυθρωποί, με βλέμμα που δείχνει την κούραση από τη νηστεία και μια καρδιά σκληρή που απέχει από τη νηστεία των ψυχοφθόρων παθών. Άνθρωποι με ευσεβιστικό χαμόγελο, που σκοτώνει Θεό και ανθρώπους.
Άνθρωποι με έπαρση, αλαζονεία, μοναδικοί, εγωπαθείς που βύθισαν την οντολογία της ύπαρξης στο μύθο της σωτηρίας. Άνθρωποι με ζωγραφισμένη στα μάτια τους τη δίψα για λατρεία και πρωτοκαθεδρίες. Άνθρωποι που θέλουν να ελέγχουν και να εξουσιάζουν την ελευθερία των άλλων, με το πρόσχημα μιας υπακοής, στην ουσία κατάργησης του φυσικού θελήματος, την ίδια στιγμή μάλιστα που ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου πολύ περισσότερο απ’ ότι οι άνθρωποι μεταξύ τους. Άνθρωποι που το σώμα και η σάρκα τους ταράσσει και τους σκανδαλίζει, ενώ την ίδια στιγμή, κι εδώ προσέξτε το καταπληκτικό, η Δ’ Σύνοδος της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.), ήταν εκείνη που εξύμνησε με τον πιο ιερό, με τον πιο καταφατικό και με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη σωματικότητα του ανθρώπου, στο πρόσωπο του Χριστού.
Έχουμε γίνει νεοπλατωνικοί. Στην εκκλησία είμαστε πιο φανατικοί κι από τον Πλωτίνο. Εστιάζουμε αποκλειστικά στα του σώματος, εντοπίζουμε στο σώμα κάθε τι βρώμικο και αμαρτωλό. Λέτε και τα σαρκικά είναι τα μόνα αμαρτήματα, ενώ την ίδια στιγμή κατακρίνουμε, κατηγορούμε, γινόμαστε εμπαθείς, μνησίκακοι, φιλάργυροι, εγωπαθείς. Ξέρετε τι λέει ο Γρηγόριος Νύσσης για όποιον πέφτει στην πορνεία; «Η αμαρτία υφίσταται μόνο σ’ αυτόν που δέχεται την πράξη», ενώ την ίδια στιγμή, πάλι κατά Νύσσης, το πάθος του φθόνου ξεκινάει από εμάς και έχει αντίκτυπο σ’ εκείνους που φθονούμε. Εμάς τί λόγος μας πέφτει να κρίνουμε και να γινόμαστε δικαστές των ανθρώπων;
Ο Συμεών Ν. Θεολόγος είναι ένας άγιος που του άρεσε να γράφει ποιήματα. Σε ένα από αυτά, μοιάζει να απευθύνεται σε όλους όσους κρίνουν τον συνάνθρωπο τους για τα αμαρτήματα που πράττει. Είναι ένα τολμηρό ποίημα. «Σκανδαλίζει». Δεν ξέρω αν ο χριστιανικός ευσεβισμός και ηθικισμός, όπου αυτός συναντάται, είναι έτοιμος να αντέξει την αγάπη του Θεού και τη σωτηρία του κάθε άλλου: «Για να δουν το πλήθος των κακών μου, εδώ θα τα πω… Έχω γίνει φονιάς, μάθετε το όλοι, κλάψατε με συμπόνοια.
Με ποιο τρόπο, τ’ αφήνω, μη μιλάω πολύ. Έχω γίνει, αλίμονο, μοιχός στην καρδιά και σοδομίτης στην πράξη και το θέλημα μου. Έχω γίνει πόρνος, μάγος και παιδοφθόρος, επίορκος και πλεονέκτης, κλέφτης, ψεύτης και ξεδιάντροπος, άρπαγας, κατήγορος, μισάδελφος, φθονερός πάρα πολύ, φιλοχρήματος, θρασύς, κι έκανα όλες τις κακίες που υπάρχουν. Να με πιστέψετε, λέω αλήθεια. Δεν προσποιούμαι, ούτε σοφίζομαι».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος