Ηρακλής Φίλιος: Κύριε δεν έχω άνθρωπο….
Αυτή την Κυριακής στους ιερούς ναούς θα αναγνωστεί στο ευαγγέλιο
Αυτή την Κυριακής στους ιερούς ναούς θα αναγνωστεί στο ευαγγέλιο
Αυτή την Κυριακής στους ιερούς ναούς θα αναγνωστεί στο ευαγγέλιο η περικοπή που αναφέρεται στον παραλυτικό της Βηθεσδά, τον οποίο ο Χριστός θεράπευσε αφού ο ίδιος για τριάντα οκτώ χρόνια ήταν άρρωστος (Ιω. 1, 5 – 15).
Ο παραλυτικός δεν είχε κανέναν να τον σπρώξει στη δεξαμενή για να θεραπευτεί όταν άγγελος κατέβαινε και τάραζε το νερό.
Ο Χριστός τον ρώτησε αν θέλει να γίνει υγιής κι ο παραλυτικός του απάντησε «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βάλει στην δεξαμενή , όταν το νερό ταραχθεί, και ενώ έρχομαι κατεβαίνει άλλος πριν από εμένα».
Ο Χριστός του είπε «σήκω επάνω, σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτησε» και αμέσως θεραπεύτηκε. Οι Ιουδαίοι δε ως συνήθως βρήκαν αφορμή να κατηγορήσουν τον Χριστό ότι θεραπεύει την ημέρα του Σαββάτου.
Μεταξύ των Πατέρων της εκκλησίας, ο ιερός Χρυσόστομος υπομνηματίζει αναλυτικά και ικανοποιητικά την περικοπή αυτή, δίνοντας στον πιστό την αίσθηση πως η γνώση μέσα από την ανάλυση των επιμέρους στοιχείων που συνθέτουν την περικοπή, συμβάλλει στην πνευματική ωφέλεια της ψυχής.
Μπορεί οι Πατέρες της εκκλησίας να γίνονται ιστορικοί κάποιες φορές και ερμηνευτές των στοιχείων ενός θαύματος, μιας ομιλίας του Χριστού, εντούτοις η σύνολη στάση τους έγκειται στο γεγονός της πνευματικής ανόρθωσης του προσώπου και της σωτηρίας του.
Κι ερχόμαστε στον παραλυτικό. Ποιος ξέρει πόση μοναξιά ένιωθε τόσα χρόνια. Πόσο έντονη άραγε να υπήρξε η πάλη της υπαρξιακής του μοναξιάς με το χρόνο; Εν τοις πράγμασι, ο χρόνος αυτός των τριάντα οκτώ ετών ήταν η σιωπή του στο μυστήριο του ανερμήνευτου. Σιωπούσε κάθε μέρα, μήνα, έτος και όλες αυτές οι στάσεις το χρόνου – δεδομένες για τη στιγμή που υπήρξαν – συνέθεταν την αρχή του χρόνου που δεν τελείωνε. Ο χρόνος σαν να ξεκινούσε ξανά να γλιστράει στον αγιάτρευτο πόνο αυτού του ανθρώπου και η αρχή του και το τέλος του ήταν μόνο αρχή.
Το τέλος σηματοδοτεί τη λύση, την απάντηση στη σιωπή, στα βάσανα. Εντούτοις, στην περίπτωση του παραλυτικού της Βηθεσδά η παράταση του πόνου σήμαινε κάθε φορά την αναίρεση της χρονικής περατότητας που αδιαμφισβήτητα έθετε το χρόνο ενταγμένο στη σφαίρα της άσαρκης πραγματικότητας.
Είναι σαφές λοιπόν πως ο παραλυτικός είναι ένα πρόσωπο πονεμένο, το οποίο όπως ψάλλουμε «καί ἐλέους τυχεῖν οὐκ ἠξιώθην» (Δοξαστικό στιχηρών εορτής). Επίσης και μοναχικό. Έχει όμως μία απύθμενη υπομονή καθώς όλα αυτά τα χρόνια δεν γκρίνιαζε, δεν παραιτούταν από την αγωνία της ίασης και της πλήρωσης του αναμενόμενου.
Ακόμη κι όταν ο Χριστός τον πλησίασε και τον ρώτησε αν θέλει να γίνει υγιής, δεν τον ειρωνεύτηκε, δεν τον χλεύασε. Ποιος δεν θα φερόταν με αυθάδη τρόπο στον Χριστό που φάνηκε να παίζει με τον πόνο του παραλυτικού; Και μάλιστα τη στιγμή, κι εδώ προσέξτε την ειρωνεία, που όλοι γύρω του ένας ένας γιατρεύονταν. Είχε τέτοια υπομονή που απαντούσε καταφατικά στον Χριστό, δείχνοντας να ελπίζει, να πιστεύει στην ίαση. Στον αντίποδα, οι επιτιμητικοί λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου απέναντι σε όλους όσοι δεν έχουν έστω την ελάχιστη υπομονή. Λέει λοιπόν ο ίδιος στον υπομνηματισμό της περικοπής τα εξής: «Ας ντραπούμε λοιπόν, αγαπητοί, ας ντραπούμε και ας στενάξουμε για την τόσο μεγάλη ραθυμία μας… Εμείς όμως, εάν επί δέκα μέρες μόνο επιμένουμε να παρακαλούμε για κάτι και δεν πετυχαίνουμε, αδιαφορούμε να δείξουμε την ίδια προθυμία».
Οι μέρες μας, μέρες σκληρές και πονηρές, δεν είναι απλώς μέρες οικονομικών δυσκολιών. Είναι μέρες υπαρξιακής απομόνωσης στον εαυτό. Αυτό εκδηλώνεται ως εσωστρέφεια που προκύπτει όχι από την αδυναμία μου να δω και δεχτώ τον έξω από μένα κόσμο, αλλά από την αδιαφορία του έξω κόσμου για μένα. Ο παραλυτικός με πόνο, με σιωπή στα μάτια του, ίσως και με τρεμάμενο παράπονο είπε στον Χριστό πως δεν έχει άνθρωπο να τον βοηθήσει να γιατρευτεί. Ήλπιζε στη σωτηρία, όχι όμως στην ανθρώπινη βοήθεια. Τόσοι εκεί γύρω ήταν αλλά κανείς δεν τον βοηθούσε.
Αυτή είναι η σκληρότητα της εποχής. Οι άνθρωποι να μένουν αποβλακωμένοι πίσω από την φτωχή τους τακτοποίηση και να αδιαφορούν για τους άλλους ή στην καλύτερη περίπτωση με ευχολόγια να αυτοϊκανοποιούνται στο σφύριγμά προς τα αλλού. Δεν είναι η εποχή τελικά σκληρή. Οι καρδιές των ανθρώπων είναι πέτρινες και οι ψυχές ανέραστες.
Η θεολογία της ορθόδοξης Ανατολικής εκκλησίας αιώνες τώρα ποτέ δεν περιχαρακώθηκε, δεν εσωτερίκευσε την αμηχανία της, αλλά αντίθετα βγήκε προς τα έξω. Στις αγορές και στις πλατείες. Και διαλέχθηκε. Οι Πατέρες έγραψαν τα θαυμάσια τους έργα όχι για να πολεμήσουν τις κακοδοξίες των αιρετικών αλλά για να δώσουν αγιοπνευματική μαρτυρία στον άνθρωπο κάθε εποχής.
Δεν ήταν αυτοσκοπός τα αντι – αιρετικά τους έργα, αλλά να ευαγγελίσουν το πιο επαναστατικό, απροϋπόθετο, ανένταχτο και αναρχικό μήνυμα της του Χριστού Αναστάσεως. Θέλω να πω τοιουτοτρόπως πως ο θεολογικός λόγος δεν είναι στάσιμος. Στην εποχή μας, σε παγκόσμιο επίπεδο εμφανίζονται ζητήματα που η λύση τους βρίσκεται στη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής που έχει λόγο και ρόλο σε οποιοδήποτε χώρο και χώρο.
Και σήμερα ο άνθρωπος είναι μόνος όπως ο παραλυτικός και πονάει όπως ο παραλυτικός και κανείς δεν τον ακούει τον παραλυτικό, σφυρίζοντας του αδιάφορα. Υπάρχουν μοναχικοί άνθρωποι και βρίσκονται μέσα σε πολλούς ταυτόχρονα ανθρώπους. Μόνοι σε πολλούς. Και έχουν βάσανα, άλυτα προβλήματα. Και ζητάνε βοήθεια από τους συνανθρώπους τους αλλά εκείνοι τους έχουν ήδη γυρίσει την πλάτη. Και φωνάζουν όπως ο παραλυτικός: «Κύριε δεν έχω άνθρωπο». Κι εκεί αναλαμβάνει ο Χριστός.
Το παν είναι ο Χριστός όπως έλεγε ο όσιος Πορφύριος. Αν ο άνθρωπος δεν υποψιαστεί τη σωτηρία που ο Χριστός παρέχει, αν δεν αναζητήσει τη σχέση του με το Χριστό κι αν δεν δώσει λόγο ύπαρξης της σχέσης αυτής, θα παραμένει «μονώτατος» (Γ’ Βασ.).
Αν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί, πράγματι η ζωή θα είχε το τέλος της στο μνήμα. Και οι ανθρώπινοι πόνοι θα παρέμεναν «άλυτοι» ως προς το σκοπό υπάρξεως των.
Ο Χριστός όμως αναστήθηκε. Δεν είναι παίξε γέλασε. Τα πράγματα απέκτησαν σοβαρότητα. Το παρελθόν περνάει στο παρόν και το παρόν στην αιωνιότητα. Όλα έχουν το σκοπό τους και όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Και ο πόνος, και τα βάσανα, και τα προβλήματα και οι αποτυχίες, ακόμη κι αν ανθρωπίνως δεν γίνονται δεκτά, έχουν ευλογία. Τέτοια που ο άνθρωπος βιώνει όταν ενώνεται με τον Χριστό στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αλλά ενώνεται και με τους άλλους ως μέλη του ενός Σώματος. Η χάρη που ο άνθρωπος λαμβάνει αφού κοινωνήσει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού είναι τέτοια που τον κάνει ήδη να λαχταρά την αιώνια Βασιλεία του Θεού. Και ήδη από τώρα πια, εγκεντρίζοντας τη ζωή του στο πρόσωπο του Χριστού, δεν ζει πια μόνος, ο πόνος έχει διάρκεια, τα βάσανα λήγουν. Αφού ο Χριστός αναστήθηκε, τότε ο μοναχικός και πονεμένος άνθρωπος έχει ένα λόγο να ελπίζει. Και να αναμένει τον μεγάλο ερωτικό της ζωής του. Τον Χριστό.
Χριστός Ανέστη!
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος