Ηρακλής Φίλιος: Η εκκλησία δεν καταδίκασε ποτέ τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα
Είναι κοινή ομολογία το γεγονός ότι οι περισσότεροι έχουν την εντύπωση πως ο έρωτας για την Εκκλησία είναι αμαρτία.
Είναι κοινή ομολογία το γεγονός ότι οι περισσότεροι έχουν την εντύπωση πως ο έρωτας για την Εκκλησία είναι αμαρτία.
Είναι κοινή ομολογία το γεγονός ότι οι περισσότεροι έχουν την εντύπωση πως ο έρωτας για την Εκκλησία είναι αμαρτία.
Ακόμη δε πως η σεξουαλικότητα είναι κάτι που δεν έχει θέση στη ζωή της Εκκλησίας και πως εκείνο που έχει σημασία για την Εκκλησία είναι η ψυχή. Είναι όμως έτσι;
Πράγματι οι περισσότεροι άνθρωποι όταν χρειαστεί να απαντήσουν στη θέση της Εκκλησίας για τον έρωτα, θα πουν με βεβαιότητα κιόλας πως ο έρωτας είναι αμαρτία και πως η Εκκλησία σε αυτό το θέμα έχει μεσαιωνική αντίληψη. Αρκετοί δε νιώθουν ένα φόβο και πιστεύουν πως ο Θεός τιμωρεί τους ανθρώπους που βιώνουν την ηδονή της ορμής αυτής που συνέχει και ολοκληρώνει. Ομολογώ πως στο σημείο αυτό δεν φταίει κανείς άνθρωπος που δηλώνει άγνοια ή έχει φόβο περί του θέματος. Κι εδώ ερχόμαστε στο παράδοξο. Ούτε η Εκκλησία φταίει. Τότε όμως ποιος δαιμονοποιεί τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα; Η απάντηση είναι κοφτή και χωρίς υπαινιγμούς. Οι φορείς της Εκκλησίας.
Ο σαρκικός έρωτας δεν είναι αμαρτία. Αμαρτία είναι όταν λειτουργεί ως αυτοσκοπός παραμερίζοντας το πρόσωπο του άλλου χωρίς να σέβεται το σώμα του, την ψυχή του, την ίδια του την ελευθερία. Όταν ο σαρκικός έρωτας γίνεται στο πλαίσιο μιας στιγμιαίας ικανοποίησης παραβλέποντας την ομορφιά του προσώπου και τη θεμελίωση αυτή στην αγάπη, τότε η αποκοπή αυτή είναι αμαρτία. Αμαρτία δεν είναι δηλαδή ένα αποτέλεσμα, αλλά η φιλοσοφία του να βιώσω την ηδονή μόνο και μόνο για να ικανοποιήσω μία έλλειψη μου, που η έλλειψη αυτή στο τέλος ησυχάζει. Αμαρτία είναι η υποτίμηση του προσώπου και η άρνηση της αγάπης που ωριμάζει τη συμπλοκή των σωμάτων και ερεθίζει κάθε πνευματικό αισθητήριο που την ώρα της συμπλοκής λειτουργεί ως ευλογία και όχι ως αμηχανία.
Ομολογώ πως η ενοχοποίηση του ωραιότερου συναισθήματος που κατάντησε έγκλημα στα όρια μιας ειδωλολατρικής ανθρωπολογίας του προσώπου, θα πρέπει να αναζητηθεί στη φιλοσοφία χωρίς η ίδια φυσικά να ευθύνεται. Ήδη οι νεοπλατωνικοί χαρακτηρίζουν τον έρωτα ως μία έλλειψη που έχει ο ατελής, δηλαδή ο άνθρωπος. Ο Θεός που είναι αυτάρκης και το κινοῦν ἀκίνητον δεν έχει έρωτα για τον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος έχει έρωτα για τον Θεό. Επίσης το σώμα για τον Πλάτωνα είναι «φυλακή της ψυχής» (Γοργίας 493Α). Στον δε γνωστικισμό η ύλη, άρα και το σώμα, θεωρείται κακό. Για τους γνωστικούς οι ηδονές της σάρκας συνδέονταν με το κακό.
Έτσι λοιπόν αν ανατρέξουμε στον 3ο αιώνα στο ιερό Αυγουστίνο και αργότερα στον 4ο αιώνα στον όσιο Ιερώνυμο θα διαπιστώσουμε ότι και οι δύο Πατέρες έχουν αρνητική στάση απέναντι στο σώμα. Ο Αυγουστίνος εξάλλου είχε νεοπλατωνικές επιρροές, κάτι που αφηγείται στο 7ο βιβλίο των Εξομολογήσεων.
Από εκεί θα λέγαμε πως έχει την αφετηρία της η αρνητική στάση στο σώμα, τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα η Εκκλησία. Λατρεύω τον Αυγουστίνο όμως στο θέμα του σώματος και γενικότερα της ύλης, οι νεοπλατωνικές του επιρροές τον επηρέασαν βαθύτατα (ακόμη και στην ανάπτυξη της Τριαδολογίας του στο De Trinitate είναι επηρεασμένος από τις Εννεάδες του Πλωτίνου).
Μία ιδέα για την σεξουαλική επιθυμία ως αμαρτία μπορούμε να πάρουμε από το βιβλίο του De Nuptiis Concupiscentia όπου ο ίδιος ισχυρίζεται πως οι σαρκικές σχέσεις μέσα στο γάμο θα πρέπει να υπάρχουν μόνο για την αναπαραγωγή και την απόκτηση των παιδιών (De Nuptiis Concupiscentia, 1, 1-15). Ένας Θωμάς Ακινάτης δεν κατάφερε μόνος του να ανασκευάσει τις παραπάνω θέσεις και από τότε ο έρωτας αντιμετωπίζεται ως φοβικό σύνδρομο στη Δύση.
Όμοιες θέσεις τηρούν και σήμερα οι θρησκευτικές οργανώσεις επηρεασμένες από τον ομφάλιο λώρο τους που δεν είναι άλλος από τη Δύση και το προτεσταντικό πνεύμα και οι οποίες φιλοσοφούν το αφιλοσόφητο ότι σκοπός του γάμου είναι η τεκνοποιία. Οι ίδιοι οι Πατέρες όμως τους διαψεύδουν. Επίσης και ένα μέρος του άγαμου κλήρου τάσσεται υπέρ των ιδίων θέσεων. Έτσι απροκάλυπτα διαπράττεται ένα έγκλημα που δαιμονοποιεί τη σχέση μου με τον άλλον αλλά και με τον Θεό.
Ο όρος «έρωτας» σκανδάλιζε τους χριστιανούς του 5ου αιώνα. Αυτό έκανε τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη να τους καθησυχάσει λέγοντας τους «τό τοῦ ἔρωτος ὄνομα μὴ φοβηθῶμεν» (Περί θείων ονομάτων 4, 12, PG 3, 709Β). Τι είναι όμως έρωτας; Είτε είναι θείος, είτε αγγελικός, είτε νοερός, είτε ψυχικός, είτε φυσικός «ἑνωτικὴν τινα καὶ συγκρατικὴν ἐννοήσωμεν δύναμιν» μας λέει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής (Κεφάλαια διάφορα Θεολογικά τε και Οικονομικά και περί Αρετής και Κακίας, Εκατοντάς πέμπτη, πθ’, τέσσ. ἀνοικ.´). Συνέχει, συγκρατεί, ενώνει ο έρωτας. Είτε θείος, είτε σωματικός. Έχει δύναμη να συγκρατεί μία σχέση, δύο ανθρώπους. Γίνεται και είναι το κοινό τους στοιχείο.
Από εκείνη την εποχή λοιπόν θεωρήθηκε «ο μεγαλύτερος εχθρός του χριστιανισμού» όπως θα ομολογήσει ο καθηγητής Δογματικής Χρυσόστομος Σταμούλης. Και συνεχίζει λέγοντας στο βιβλίο του «ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ»: «Είναι σαφές πως ένας τέτοιος διπρόσωπος και ταυτόχρονα διφυής ηθικισμός, άκρως επικίνδυνος και ύπουλος, με την ενοχοποίηση του έρωτα στόχευε κατευθείαν την καρδιά του χριστιανισμού και υπέσκαπτε την αλήθεια του».
Ο «έρωτας» σαν λέξη δεν τρομάζει όμως ούτε τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Δεν διστάζει να κάνει μία υπέρβαση για την κοσμική χριστιανική αντίληψη της εποχής του. Και τι κάνει; Τολμάει να χαρακτηρίσει το Άγιο Πνεύμα ως «έρωτα απόρρητο» μεταξύ Πατρός και Υιού (Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά 150, 36, PG 150, 1144 D – 1145 A). Σε άλλο σημείο ο ίδιος πάλι ιερός Πατέρας θα χρησιμοποιήσει τους όρους «αγαπητό» και «εραστό» για να χαρακτηρίσει τον Θεό και την ενδοτριαδική αγαπητική σχέση Του με τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα αλλά και την εξωτριαδική σχέση του με τον κόσμο (Περί θείων ονομάτων 4, 14, PG 3, 712 C).
Έναν υπέροχο παραλληλισμό για τη σχέση ανθρώπου – Θεού χρησιμοποιεί ένας ασκητής της ερήμου. Και αυτό προκαλεί εντύπωση για το λόγο ότι ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος χαρακτηρίζει τον έρωτα του ανθρώπου προς τον Θεό με μία εικόνα από την κοσμική ζωή. Mας εκπλήσσει καθώς ο ίδιος υπήρξε εραστής της ερήμου και όχι του κόσμου. Γράφει λοιπόν ο ίδιος πως «μακάριος εκείνος που απέκτησε τέτοιο πόθο προς τον Θεό, σαν αυτόν που έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του» (Κλίμαξ, Λόγος Λ’). Δεν διστάζει διόλου να χρησιμοποιεί μία εικόνα έρωτα από την καθημερινή ζωή για να περιγράψει τον θείο έρωτα.
Η σεξουαλικότητα και γενικότερα η ηδονή δεν είναι αμαρτία. Αυτό το τονίζουν οι Πατέρες γιατί υπήρχε και τότε όπως και σήμερα η άποψη πως η ηδονή είναι κάτι κακό και πως σκοπός του γάμου είναι η τεκνογονία και όχι η βίωση της ηδονής. Οι Πατέρες μας διαφωτίζουν για μία κόμη φορά. Γράφει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «Ένεστι γαρ τις έρως εμφωλεύων τη φύσει και λανθάνων ημάς συμπλέκει ταύτα τα σώματα… Ουδέν γαρ ούτως ημών συγκροτεί τον βίον, ως έρως ανδρός και γυναικός» (Εις την προς Εφεσίους Επιστολήν, Ομιλία 20, PG 62, 135-136). Ο ίδιος στον περί Παρθενίας λόγο σημειώνει πως «ο γάμος δόθηκε και για την παιδοποιία, αλλά πολύ περισσότερο για να σβήσει αυτή την πύρωση της φύσης» (Περί Παρθενίας, PG 48, 547). Για την ηδονή και για τον οίστρο της μίξεως κάνει λόγο και ο άγιος Βασίλειος Αγκύρας που θα πει πως «ίνα τη ενούση αυτώ ηδονή μαγγανεύον το άρρεν, ου δια την παιδοποιίαν μόνον, αλλά και δι’ αυτόν τον της μίξεως οίστρον, υπερμαχούν αυτώ έχη το άρρεν» (Περί της εν παρθενία αληθούς αφθορίας, PG 30, 676AC).
Η σεξουαλικότητα αφορά το ζευγάρι που έχει σχέση και κανέναν άλλο. Δυστυχώς στη σημερινή εποχή γινόμαστε μάρτυρες τραγικών γεγονότων. Είναι αλήθεια πως ένα μέρος πνευματικών φτάνει στο σημείο κατά την εξομολόγηση νε μπλέκεται μέσα στο ζευγάρι, στα πως και στα γιατί της σεξουαλικής του σχέσης. Τα πως και τα γιατί δεν αφορούν κανέναν πνευματικό, κανέναν άλλον, ούτε η τακτική της «κλειδαρότρυπας» είναι μέρος της εξομολόγησης. Ο πνευματικός οφείλει να ξεκλειδώσει με αγάπη την ψυχή του ανθρώπου και όχι από περιέργεια την πόρτα του δωματίου. Ο Χριστός ποτέ δεν ήλεγξε και δεν κατέκρινε κανέναν για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις και σχέσεις. Αντίθετα εκείνο που στηλίτευσε σε όλη την επίγειο δράση Του ήταν η υποκρισία. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το τι κάνει ο κάθε ένας στο κρεβάτι του. Η υποκρισία είναι εκείνη που αποτελεί μέγιστο τραύμα ψυχής. Η βίωση της ηδονής δεν έχει ούτε «πρέπει» ούτε «μη». Ο έρωτας σαν συναίσθημα και σαν συνοχή της σχέσης δένει, ενδυναμώνει και ολοκληρώνει τη σχέση. Αρκεί να σέβεται ο ένας τον άλλον. Το σώμα του άλλου. Την ψυχή του άλλου. Και ο έρωτας και η ηδονή και συμπλοκή των σωμάτων αποτελούν ευλογία για την Εκκλησία όταν όμως υπάρχει ο σεβασμός του προσώπου και της ελευθερίας του άλλου. Οι ερωτευμένοι ερωτεύονται όμορφα. Οι ανέραστοι αναλώνονται άσκοπα.
Ο έρωτας έχει βάθος. Δεν εγκολπώνει στοιχεία αρνητισμού, αλλοίωσης, φθοράς. Η υπόσταση του έχει προσωπική στόχευση σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Μαγνητίζει το κάλλος και το ενσωματώνει με διάκριση και σεβασμό στον άλλον. Και τότε γίνεται «εμείς» αναδεικνύοντας την αγιοσύνη και την πνευματική του φύση σε μία αμοιβαία αλληλοπεριχώρηση. Οι δύο γίνονται ένα και αυτό οντολογικά λαμβάνει σάρκα και οστά στο μυστήριο του γάμου. Κάποιες φορές παλεύει με ό,τι τον εμποδίζει να φτάσει στην ένωση με τον άλλον. Άλλοτε τα καταφέρνει και γίνεται ανένταχτη ομορφιά. Άλλοτε όμως πέφτει ανήμπορος και γίνεται πάθος, κατάκτηση, ασέβεια. Συνηθίζει να αιωρείται σε θελήσεις που διψάνε για αγάπη, που διψάνε τη ζωή. Βιώνει τη σάρκωση του στη θέα της ομορφιάς του άλλου και την ταύτιση του στην ηδονή των σωμάτων που σέβεται και δεν κυριαρχεί τις ψυχές.
«Και αυτήν την του σώματος πλάσιν τε και ιδέαν του θήλεος μαλακωτέραν ειργάσατο ίνα και αφή, και βλέμματι και κινήματι, και τη των μελών συνόλως αβρότητι, και ορών και ορώμενον, μάλαγμα ηδονής η τω άρρενι, κατά πάσαν αισθήσεως προσβολήν πανταχόθεν προσπίπτον» (Περί της εν παρθενία αληθούς αφθορίας, PG 30, 676AC).
Ηρακλής Φίλιος
[email protected]