Ηρακλής Φίλιος: 200 χρόνια από το θάνατο του αναρχικού Μιχαήλ Μπακούνιν: Υπήρξε άθεος;

Φέτος τον Ιούλιο, συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από το θάνατο του Ρώσου θεωρητικού του αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν (1814 – 1876).

0 432

Φέτος τον Ιούλιο, συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από το θάνατο του Ρώσου θεωρητικού του αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν (1814 – 1876).

Φέτος τον Ιούλιο, συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από το θάνατο του Ρώσου θεωρητικού του αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν (1814 – 1876).

Όπως τον ανέδειξε η ιστορία, υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες επαναστατικές μορφές του 19ου αιώνα. Βέβαια πρωτεργάτης του αναρχικού κινήματος δεν ήταν ο Μπακούνιν αλλά ένας πάστορας, ο W. Godwin, ο οποίος ξεκίνησε «την απελευθέρωση του μυαλού από τη σκλαβιά».

Ο Μπακούνιν μεγάλωσε σε αριστοκρατική οικογένεια, η οποία δεν ήταν θρησκευτική αλλά και δεν καλλιεργούσε την εναντίωση στο χριστιανισμό. Ήταν θα λέγαμε αδιάφορη προς αυτό. Πολλοί ίσως αναστατώνονται με τη λέξη «αναρχικός». Βλέπετε, δεν είναι ένας όρος δηλωτικός μιας ειρηνοποιούς πρόθεσης. Ο Μπακούνιν δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή αναρχία, όπως αυτή καλλιεργείται στη χώρα μας αλλά και σε διεθνές επίπεδο.

Δεν ήταν απλά ένας άνθρωπος που δημιουργούσε επαναστάσεις, ένας αναρχικός που υπήρχε για να υπάρχει, που επαναστατούσε για να διαφέρει, που ήθελε να τον γράψει η ιστορία, που εναντιώθηκε στον Μαρξ από μαγκιά, στο κράτος και τον Θεό.

Υπήρχε για να αμφισβητήσει, αναθεωρήσει και αλλάξει τους συσχετισμούς. Δεν πετούσε μολότοφ, δεν έσπαγε βιτρίνες, δεν δημιουργούσε χαοτικές καταστάσεις, δεν αρεσκόταν στη δημιουργία εντυπώσεων.

Είναι διάχυτη η άποψη πως ο Μπακούνιν υπήρξε άθεος. Θέλω για λίγο να σταθώ στην αθεΐα. Ο Ρώσος λόγιος και στοχαστής Μπερντιάεφ (1874 – 1948) κάνει λόγο για «αντι-θεϊσμό» και όχι για «αθεϊσμό». Χαρακτηριστικά στο «Αλήθεια και Αποκάλυψη» γράφει: «Πρέπει να αναγνωρισθεί πως παντελώς συνεπής αθεΐα δεν υπάρχει… Ο άνθρωπος περισσότερο κλείνει προς την ειδωλολατρία, παρά προς την αθεΐα. Ο άθεος μπορεί από τη φύση του να είναι πολύ θρησκευτικός τύπος. Οι άθεοι μαρξιστές είναι μεγάλοι πιστοί. Το θείο και το ιερό υπάρχει και σ’ αυτούς, μολονότι δεν επιθυμούν να το αναγνωρίσουν».

Ο Μπακούνιν στα έργα του μάχεται τον χριστιανισμό. Δεν έχει όμως αυτή τη στάση απέναντι του, όπως διαγράφεται στους σύγχρονους άθεους Michael Onfray, Richard Dawkins, Sam Harris κ.τ.λ. Δεν είναι όμως «σκληρός άθεος» και δεν φέρεται εναντίον του χριστιανισμού με σκληρές τοποθετήσεις όπως πράττει η σύγχρονη αθεΐα («αθεΐα της νύχτας» κατά Μπερντιάεφ). Για παράδειγμα, ο Michael Onfray στο βιβλίο του «Η αναζήτηση των ηδονών», κάνει λόγο για «ακρωτηριασμένο» και «εξευτελισμένο» σώμα του Χριστού καθώς και για «καταραμένο σταυρό». Αυτή η «αθεΐα της νύκτας» είναι πολύ πιο σκληρή στην τοποθέτηση της απέναντι στο Θεό, απ’ ότι η «αθεΐα της ημέρας» (πάλι κατά Μπερντιάεφ), ήτοι του Διαφωτισμού (Rousseau, Leibniz) κατά τους οποίους αφού η φύση είναι καλή, δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για Θεό, η ύπαρξη του Οποίου εν τέλει, δεν είναι απαραίτητη.

Η σύγχρονη λοιπόν αθεΐα δεν έχει καμία σχέση με την αθεΐα των Μπακούνιν, Nietzsche, Feuerbach. Ο Nietzsche (στο «πέρα από το Καλό και το Κακό», αλλά κυρίως στον «Αντίχριστο»), όσο και ο «άθεος» (κάτι που δεν το ενστερνιζόταν ο ίδιος) Feuerbach (κυρίως στην «Ουσία του Χριστιανισμού», 1841) δεν χρησιμοποιούν σκληρές λέξεις για τον χριστιανισμό και για το πρόσωπο του Χριστού. Ειδικά ο Nietzsche, το υπερασπίζεται.

Κι ο Feuerbach που σπούδασε θεολογία και αργότερα τον κέρδισε η μαρξιστική διαλεκτική, στο περίφημο του έργο «Η ουσία του Χριστιανισμού» (τα περιεχόμενα κιόλας του βιβλίου δείχνουν ότι ο ίδιος είχε θεολογικές γνώσεις), όσο κι αν αντιστέκεται στον χριστιανισμό, δεν μάχεται με σκληρούς χαρακτηρισμούς τον Θεό, όπως αγαπά να πράττει η σύγχρονη αθεΐα, αλλά Τον χαρακτηρίζει «άπειρο, τέλειο, αιώνιο, παντοδύναμο». Μάλιστα στο κεφάλαιο «το μυστήριο της Τριαδικότητας και της Θεομήτορος» αν και φιλοσοφεί αρκετά, σε κάποια σημεία, αυτός ο μαρξιστής, εκπλήσσει θετικά με την αναφορά του στην τριαδικότητα. Και οι δύο λοιπόν, τόσο ο Nietzsche, όσο και ο Feuerbach, θέτουν ως ισχυρή βάση της σκέψης των, τη λογική, υπερβολικά τη λογική (κάτι που θυμίζει την αντίστοιχη κριτική του νεοπλατωνικού Πορφυρίου στο «Κατά των Χριστιανών» όπου κριτικάρει τα ευαγγελικά χωρία, το πρόσωπο του Χριστού, των μαθητών, του αποστόλου Παύλου, με κρίσεις αμιγώς λογικοκρατικές.

Ο Μπακούνιν στο θέμα αυτό, αντιμετώπισε τον Χριστό με κοινωνιολογικά κριτήρια (όπως για παράδειγμα ο Durkheim οδηγείται στη διάκριση «ιερού» και «βέβηλου» μέσα από την κοινωνιολογική θεώρηση). Ο Μπακούνιν είδε τον Χριστό ως εξουσιαστική αρχή, μαζί με το κράτος. Εξ ου και το περίφημο του έργο «Θεός και Κράτος (1882), όπου το κράτος και ο Θεός λειτουργούν ως καταπιεστικές αρχές στον άνθρωπο. Κάτι ανάλογο διαπιστώνουμε και στο έργο του «Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-αντιθεολογισμός» (1867), όπου έβλεπε τον Θεό με κοινωνιολογικά κριτήρια. Έγραφε λοιπόν: «Ο Θεός υπάρχει, άρα ο άνθρωπος είναι δούλος. Ο άνθρωπος είναι ευφυής, δίκαιος, ελεύθερος, άρα ο Θεός δεν υπάρχει». Τον αντιμετώπιζε ως δυνάστη, ο οποίος καταδυναστεύει τον άνθρωπο. Μάλιστα για τον ίδιο η ύπαρξη του Θεού, σήμαινε ταυτόχρονα τη δουλικότητα του ανθρώπου.

Η περίπτωση του Μπακούνιν, δεν μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι ήταν άθεος εξ αρχής. Στα πρώτα χρόνια της δράσης του, συνδέοντας τη φιλοσοφία με τον θεϊσμό, γράφει: «Ο άνθρωπος, που έχει την ικανότητα να σκέπτεται πράγματι και που ασχολείται ουσιαστικώς με τη φιλοσοφία, δεν μπορεί να έχει επιφανειακή σκέψη και ποτέ δεν θα είναι άθεος… μία τέτοια φιλοσοφία δεν θα είναι ποτέ άθεη και αναρχική, διότι η ουσία της ζωής και της κινήσεως της συνίσταται στην αναζήτηση του Θεού και του αιωνίου». Αυτό δεν μαρτυρεί τον αθεϊσμό του. Σημαντική και η παραδοχή του πως «ο άνθρωπος κατέχει σα θείο δώρο μίαν αθάνατη ψυχή και ένα έμφυτο σ’ αυτήν άπειρο και μίαν έμφυτη σ’ αυτήν ελευθερία». Αλλού χαρακτηρίζει τον Θεό ως «ανώτερο και άπειρο» και κάνει λόγο για «άγιους αναχωρητές του χριστιανισμού».

Στο «Θεός και Κράτος» γράφει: «Ο Χριστιανισμός είχε επίσης μεγάλους ανθρώπους, αγίους ανθρώπους, που πραγματικά εφάρμοσαν ή που τουλάχιστον προσπάθησαν με πάθος να εφαρμόσουν αυτά που κήρυσσαν και που οι καρδιές τους ξεχειλίζοντας από αγάπη, δεν έκρυβαν παρά μόνο περιφρόνηση για τις ηδονές και τ’ αγαθά του κόσμου. Αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των καθολικών και Διαμαρτυρόμενων παπάδων του, που εξ επαγγέλματος κήρυσσαν κι εξακολουθούν να κηρύσσουν τις δογματικές αρετές της αγνότητας, της εγκράτειας και της αυταπάρνησης, αναιρούν τα κηρύγματα τους με το παράδειγμα τους». Συγκρίνοντας δε μάλιστα τον Marx με τον Ιταλό οραματιστή και επαναστάτη Giuseppe Mazzini, κάτι που επιχειρεί στην «Παρισινή κομμούνα», αναφέρει πως «ο Mazzini υπήρξε ένας φανερά ειλικρινής και φλογερός πιστός. Λάτρευε τον Θεό του, στον οποίο αφιέρωσε ό,τι σκεπτόταν, αισθανόταν ή έκανε… ο Marx δεν πιστεύει στο Θεό, αλλά πιστεύει βαθιά στον εαυτό του. Η καρδιά του είναι γεμάτη όχι με αγάπη αλλά με μνησικακία… Προσωπικά δεν πιστεύω σε κανένα, αλλά αν ήμουν αναγκασμένος να διαλέξω, θα προτιμούσα το Θεό του Mazzini».

Η μεγάλη αλλαγή στον Μπακούνιν ήρθε μεταξύ των ετών 1848 – 1874. Τότε είναι, που ο Μπακούνιν πέρασε από τη θρησκεία στον αθεϊσμό. Πάλι όμως δεν κράτησε σκληρή στάση απέναντι στον Θεό και τον χριστιανισμό. Στις επιθέσεις του κατά του κράτους και της θρησκείας, ο ίδιος επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Γερμανό φιλόσοφο Max Stirner (ο οποίος επέδρασε σημαντικά στη φιλοσοφία των Marx, Engels, Nietzsche, Camus). Ο Μπακούνιν θυμίζει κάτι από Nietzsche. Θέλω να πω, πως εναντιώθηκε στο πνεύμα του Ρωμαιοκαθολικισμού και του Προτεσταντισμού. Ο Nietzsche (ειδικά στον «Αντίχριστο») χτυπάει τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Όχι τον Χριστό. Τον Χριστό Το υπερασπίζεται.
Από την άλλη, ο Μπακούνιν στο «Θεός και Κράτος» συμπεριφέρεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Γράφει λοιπόν, σε κάποιο σημείο: «Αλλά η συντριπτική πλειονότητα των καθολικών και Διαμαρτυρόμενων παπάδων που, εξ επαγγέλματος κήρυσσαν και εξακολουθούν να κηρύσσουν τις δογματικές αρετές της αγνότητας, της εγκράτειας και της αυταπάρνησης, αναιρούν τα κηρύγματά τους με το παράδειγμα τους». Και ο λόγος για τον οποίο στέκεται απέναντι στο δυτικό θεολογικό πνεύμα, είναι η «ορθολογισμένη θεολογία» όπως γράφει χαρακτηριστικά στο «Θεός και Κράτος». Δηλαδή μία θεολογία που εδραζόταν στον ορθό λόγο, στη λογική. Πώς λοιπόν να μην χαθεί το μυστήριο του Θεού στη Δύση; Είναι αυτό που λέει ο Νίτσε, ότι όλοι εμείς είμαστε οι δολοφόνοι του Θεού καθώς ο τρελός στη «Χαρούμενη Γνώση» ομολογεί πως «κάτω απ’ το μαχαίρι μας μάτωσε ό,τι πιο άγιο και πιο ισχυρό είχε ως τώρα ο κόσμος».

Ο Μιχαήλ Μπακούνιν υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία. Αναρχικός με ευγένεια, και με αγώνες μέσα από τα έργα του και την επανάσταση του. Έχω την αίσθηση, πως αν σήμερα παρακολουθούσε την εξέλιξη του αναρχισμού, θα απογοητευόταν.

Ο αναρχισμός, για τον οποίο ο ίδιος αγωνίστηκε ήταν ένας αγώνας απέναντι στην ασύδοτη κρατική εξουσία και στην καταδυνάστευση του λαού. Το λάθος του ήταν ότι στο «παιχνίδι» αυτό έβαλε αι τον χριστιανισμό, τον οποίο αντιμετώπισε ως δυνάστη. Αγωνίστηκε, εκδιώχθηκε, φυλακίστηκε για τις ιδέες του.
Εύχομαι, σε μία άλλη λογική, η εκκλησία να δραπετεύσει από τις ισχυρές της παθογένειες, τη μαλθακότητα και την ωραιοπάθεια, στις οποίες κάποιες φορές αναπαύεται. Το πάθος του Μπακούνιν, η τόλμη του και η αλήθεια των πραγμάτων, πιστεύω πως μπορούν να φέρουν την «πνευματική αναρχία» που έχει ανάγκη η εκκλησία. Μέσα από τη μεταμόρφωση των παθών του ανθρώπου και όχι την καταστροφή τους, την ανάδειξη της ωραιότητας του σεβασμού του σώματος και όχι της σωματοφοβίας, την ανάδειξη του υγιούς πνευματικού στοιχείου και όχι του καρκινώματος του «γεροντισμού», του σεβασμού στον Επίσκοπο και όχι την αφοριστική και μονομερή αποτείχιση. Εν τέλει την πνευματική έκρηξη που έχει ανάγκη, αυτή που λίγοι τολμούν, αφού οι περισσότεροι αρέσκονται στην ησυχία, καθώς η αταραξία και ο συμβιβασμός, για ορισμένους αποτελούν την μόνη και ασφαλή οδό για τη διατήρηση των θέσεων και την περαιτέρω ανάδειξη τους.

Πνευματική επανάσταση, πνευματική αναρχία δεν είναι η επανάσταση εναντίον του Επισκόπου. Ο Επίσκοπος στέκει ψηλά. Είναι γνωστό πως «όπου Επίσκοπος εκεί και η εκκλησία» κατά Ιγνάτιο Θεοφόρο. Μήτε είναι μία εκκλησία, όπου ο Θεός νοείται αισθησιοκρατικά, αλλά ψηλαφείται εμπειρικά. Μήτε η θεώρηση του Θεού με ανθρωπομορφικά στοιχεία και εκλογικευμένη αντίληψη. Τότε ο Θεός καταντά ιδέα, ιδεολογία, και η ορθοδοξία γίνεται «ορθοδοξισμός» κατά Γιανναρά. Μήτε οργανισμός με νόμους και κανόνες, μήτε νοσοκομείο όπου γιατρεύονται οι ψυχές. Αυτό είναι εκκλησία κατά Νικόλαο Καβάσιλα; Είναι πλέον καιρός του ποιήσαι, καιρός για πνευματική αναρχία κατά του μισάνθρωπου διαβόλου και των δεδομένων που επιβάλλει στον νου του ανθρώπου. Είναι καιρός για «πνευματική καταστροφή», δημιουργική, μεταμορφούμενη, φιλοσοφημένη θεολογικώς, και θεολογούμενη αγιοπνευματικώς, παθιασμένη, μη συμβιβασμένη.
Εξάλλου όπως έλεγε και ο Μιχαήλ Μπακούνιν, «το πάθος για την καταστροφή, είναι και δημιουργικό πάθος», κάτι το οποίο στην πνευματική ζωή ανασταίνει τον άνθρωπο μέσα από την πτώση, τη φθορά, την αμαρτία και το θάνατο. Ή σε άλλη γλώσσα, όπως έλεγε ο Nietzsche, «απ’ όλα που είναι γραμμένα, λογαριάζω μόνο εκείνα που τα έγραψε κανείς με το αίμα του. Γράφε με αίμα και θα μάθεις πως το αίμα είναι πνεύμα».

Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr