Η ομιλία του Αρχιμανδρίτη Αθανάσιου Αναστασίου Προηγούμενου του Μεγάλου Μετεώρου στην εκδήλωση του Συλλόγου «Μετεώρων Λιθόπολις»

Η ομιλία του Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου

0 1.235

Η ομιλία του Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου

Η ομιλία του Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου με θέμα: «Πορεία ἐπιστροφῆς καί ἐπανευαγγελισμοῦ» στην ἐκδήλωση γιά τήν εὐλογία τῆς βασιλόπιτας τοῦ Συλλόγου «Μετώρων Λιθόπολις» στην αίθουσα «Νίτσα Λιάπη» την Κυριακή 15 Ἰανουαρίου 2017.

Χριστός ἐτέχθη! … Καλή καί εὐλογημένη χρονιά!

Χρόνια πολλά, εὐλογημένα, χαρούμενα, εἰρηνικά, καρποφόρα, πνευματικά, ἀγωνιστικά. Εὐχόμαστε ὁ Χριστός μας νά σᾶς εὐλογεῖ, νά σᾶς ἐνισχύει, νά σᾶς στηρίζει καί νά σᾶς ἐνδυναμώνει, ὥστε νά ἀνταποκρίνεστε καί νά ἀντιμετωπίζετε τούς ποικίλους πειρασμούς καί τίς τεράστιες δοκιμασίες πού ἀντιμετωπίζουμε, τόσο σέ προσωπικό καί οἰκογενειακό, ὅσο καί σέ ἐπαγγελματικό, συλλογικό, κοινωνικό καί ἐθνικό ἐπίπεδο. Εἰδικά δέ αὐτές τίς τόσο δύσκολες καί κρίσιμες μέρες γιά τήν πατρίδα μας, πού εἶναι ἀντιμέτωπη μέ πλεῖστες ὅσες πιέσεις καί ἀπειλές, ὄχι μόνο οἰκονομικοῦ πνιγμοῦ, ἀλλά καί ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς ἀλλοίωσης καί καταστροφῆς.

Ἀλλά ζῆ Κύριος ὁ Θεός!

Σήμερα θά θέ­λα­με νά μοι­ρα­σθοῦ­με μα­ζί σας κά­ποι­ες αὐ­θόρ­μη­τες καί πη­γαῖ­ες σκέ­ψεις μας, πού προέρχονται ἀπό τήν πνευματική καί ἐξομολογητική πείρα μας καί ὄχι νά ἐκφωνήσουμε μία καθιερωμένη ὁμιλία. Ἐ­πι­θυ­μοῦμε νά μιλήσουμε ἁπλά, τα­πει­νά, καλογερικά, ὡς πνευματικός πατέρας πρός ἀγαπητά μας πνευματικά παιδιά, ἀδελφούς καί φίλους. Ἐπιθυμοῦμε νά κεντρίσουμε τό φιλότιμό μας καί νά παρακινήσουμε τόν ἑαυτό μας —σύν Θε­ῷ, διά πρε­σβει­ῶν τῆς Κυ­ρί­ας μας Θε­ο­τό­κου καί τῶν Ἁ­γί­ων μας— γιά μία ἀ­να­νέ­ω­ση τοῦ ἐν­θέ­ου ζή­λου μας, γιά μιά νέ­α ἀρ­χή με­τα­νοί­ας, γιά μία ἐπανεκκίνηση στήν κατά Χριστόν ζωή μας.

Μέ ἀ­φορ­μή τίς λα­τρευ­τι­κές εὐ­και­ρί­ες τῶν Ἁ­γί­ων ἡ­με­ρῶν, μιά πη­γαί­α δο­ξο­λο­γί­α καί εὐ­χα­ρι­στί­α καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη μᾶς συ­νε­παίρ­νει πρός τόν Παν­τευ­ερ­γέ­τη Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πού μέ­σα στό ἄ­πει­ρο ἔ­λε­ός Του καί τήν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη φι­λαν­θρω­πί­α Του καί στορ­γή Του, βρί­σκε­ται πάν­τα Πα­ρών μέ­σα στήν κι­βω­τό τῆς σω­τη­ρί­ας μας, τήν Μία Ἁ­γί­α Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκ­κλη­σί­α μας, διά τῆς ὁ­ποί­ας κα­τερ­γά­ζε­ται τή σω­τη­ρί­α καί τόν ἁ­για­σμό μας, μέ τή σώ­ζου­σα Ἀ­λή­θεια, τήν ὁ­ποί­α δι­α­φυ­λάσ­σει ἀ­κραιφ­νή καί ἀ­ναλ­λοί­ω­τη ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες, μέ τά ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρια καί τό πλῆ­θος τῶν ἁ­γι­α­στι­κῶν πρά­ξε­ων καί τε­λε­τῶν.

Ἡ Ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι ἡ κα­λή καί σο­φή καί διακριτική καί στορ­γι­κή μας Μά­να. Μέ­σα σ’ αὐ­τήν ἀ­να­γεν­νώ­με­θα πνευ­μα­τι­κά, στήν ἀγ­κα­λιά της γα­λου­χού­με­θα καί ἀν­δρω­νόμαστε. Στούς κόλ­πους της ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε, ἁ­γι­α­ζό­μα­στε καί προ­γευ­ό­μα­στε τή μέλ­λου­σα εὐ­φρο­σύ­νη τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν καί μέ­σα σ’ αὐ­τή, τε­λι­κά, σω­ζό­μα­στε καί γευ­ό­μα­στε ὀν­το­λο­γι­κά τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί τήν ἄ­κτι­στη δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ μας.

Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος, μέ ἀπαράμιλλη γλαφυρότητα καί θέρμη, μᾶς προτρέπει: «μή ἀπέχου ἐκκλησίας‧ οὐδέν γάρ ἐκκλησίας ἰσχυρότερον‧ ἡ ἐλπίς σου ἡ ἐκκλησία‧ τοῦ οὐρανοῦ ὑψηλοτέρα ἐστί, τῆς γῆς πλατυτέρα ἐστίν‧ οὐδέποτε γηρᾷ, ἀεί δέ ἀκμάζει‧ διά τοῦτο τό στεῤῥόν αὐτῆς καί ἀσάλευτον δηλοῦσα ἡ γραφή, ὄρος αὐτήν καλεῖ…… Ἐκκλησίαν δέ λέγω, οὐ τόπον μόνον, ἀλλά καί τρόπον· οὐ τοίχους ἐκκλησίας, ἀλλά νόμους ἐκκλησίας· ὅταν καταφεύγῃς ἐν Ἐκκλησίᾳ, μή τόπῳ καταφύγῃς ἀλλά τῇ γνώμῃ‧ ἐκκλησία γάρ οὐ τοῖχος καί ὄροφος, ἀλλά πίστις καί βίος‧…ἐκκλησίας γάρ οὐδέν ἴσον» (Τά ὑπέρ Χριστοῦ παθήματα καί κατορθώματα, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ὀρθ. Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 236-237).

Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α, λοι­πόν, εἶ­ναι κα­τά κύ­ριο λό­γο νο­σο­κο­μεῖ­ο ψυ­χῶν καί θε­ρα­πευ­τή­ριο πα­θῶν. Εἶ­ναι ἡ μό­νη πού μπο­ρεῖ νά προ­σφέ­ρει, διά τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, τήν ἄ­φε­ση τῶν ὅ­ποι­ων καί ὅ­σων ἁ­μαρ­τι­ῶν μας καί τήν εἰρήνη τῶν καρδιῶν μας.

Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Κιβωτός τῆς σω­τη­ρί­ας μας!

Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τὴ —δι­ὰ τῆς σταυ­ρι­κῆς θυ­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς ἐν­δό­ξου Ἀ­να­στά­σε­ώς Του, δι­ὰ τοῦ Τι­μί­ου καὶ Πα­να­γί­ου καὶ Ζω­ο­ποι­οῦ Αἵ­μα­τός Του— μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν ἄ­φε­ση τοῦ πλήθους τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του. Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τή, μπο­ρεῖ νὰ παίρ­νει λη­στές, φο­νιά­δες καὶ ἐγ­κλη­μα­τί­ες· ἔκ­φυ­λους, πόρ­νους καὶ μοι­χούς· φι­λάρ­γυ­ρους, φί­λαυ­τους καὶ ὑ­πε­ρή­φα­νους· καὶ νὰ τοὺς με­τα­πλά­θει σὲ δι­καί­ους καὶ ἁ­γί­ους. Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τή, ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ παίρ­νει σκι­ὲς ἀν­θρώ­πων, συν­τρίμ­μα­τα ψυ­χῶν· νὰ παίρ­νει λά­σπη καὶ βοῦρ­κο καὶ μὲ αὐ­τὰ τὰ ὑ­λι­κὰ νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ καλ­λι­τε­χνή­μα­τα, ἀν­θρώ­πι­να πρό­τυ­πα. Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τή, μπο­ρεῖ νὰ παίρ­νει βα­ρυ­ποι­νί­τες ἀ­πὸ τὰ κά­τερ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ νὰ τοὺς ἀ­να­δει­κνύ­ει ἀ­σκη­τὲς καὶ ὁ­σί­ους, μάρ­τυ­ρες καὶ ὁ­μο­λο­γη­τές. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ θαυ­μά­σια μὲ μο­να­δι­κὸ ἀν­τί­τι­μο ἕ­να δά­κρυ· ἕ­ναν λό­γο, «ἁ­μάρ­τη­σα, Κύ­ρι­ε»· ἕ­να «Θε­έ μου, ἐ­λέ­η­σέ με καὶ συγ­χώ­ρη­σέ με τὸν ἁ­μαρ­τω­λό»· ἕ­να τα­πει­νὸ γο­νά­τι­σμα καὶ μί­α τα­πει­νὴ, εἰλικρινή καί ἐκ βάθους ψυχῆς ὁ­μο­λο­γί­α ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας, κά­τω ἀ­πὸ τὸ πε­τρα­χήλι τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ.

Κι ὅ­μως αὐ­τή τή Μά­να, μέ τίς ἄ­πει­ρες εὐ­ερ­γε­σί­ες, ὄ­χι μό­νο δέν τήν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με καί δέν τήν εὐ­γνω­μο­νοῦ­με, ὅσο θά τῆς ἄξιζε, ἀλ­λά πολ­λές φο­ρές καί τήν ἀ­γνο­οῦ­με καί τή λη­σμο­νοῦ­με καί τήν πι­κραί­νου­με. Ἀ­δι­κοῦ­με πραγ­μα­τι­κά τούς ἴ­διους τούς ἑ­αυ­τούς μας, ὅ­ταν ἀρ­νού­μα­στε τήν μη­τρι­κή ἀγ­κα­λιά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἤ με­τέ­χου­με σ’ Αὐ­τή μέ ἕ­να ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νο κοσμικό καί ὀρθολογιστικό τρό­πο, χω­ρίς οὐ­σι­α­στι­κό βί­ω­μα, χω­ρίς συνειδητή συμ­με­το­χή στά Ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ριά Της, χω­ρίς ἀ­πο­δο­χή καί τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ στήν ζω­ή μας.

Ἀ­γνο­ών­τας, ὅμως, καί λη­σμο­νών­τας τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­γνο­οῦ­με καί λη­σμο­νοῦ­με τόν ἴ­διο τό Χρι­στό, ἀ­φοῦ Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Αὐ­τός ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, Αὐ­τός μᾶς ἀγαπᾶ, μᾶς σώ­ζει καί μᾶς ἁ­γιά­ζει καί μᾶς δοξάζει καί τελικά μᾶς θεώνει διά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Κι ἐ­νῶ ὁ Κύ­ριος καί Θεός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, πού τα­πει­νώ­θη­κε, σαρ­κώ­θη­κε, σταυ­ρώ­θη­κε, ἀ­να­στή­θη­κε καί ἀ­να­λή­φθη­κε γιά νά θε­ώ­σει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μας, εἶ­ναι τό κέν­τρο τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ καί τῆς γῆς, τό κέν­τρο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας καί τῆς Πί­στε­ώς μας, τό κέν­τρο τῶν Θεί­ων Γρα­φῶν καί τῆς Θεί­ας Λα­τρεί­ας, δυ­στυ­χῶς, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ πάντοτε καί τό κέν­τρο τῆς ψυ­χῆς μας, τῆς δι­α­νοί­ας μας, τῆς καρ­διᾶς μας, τό κέν­τρο τοῦ εἶ­ναι μας. Δέν γίνεται ὁ κύριος σκο­πός τῆς ζω­ῆς μας, τό ἀ­γαλ­λί­α­μά μας, ὁ πό­θος μας καί ἡ λα­χτά­ρα μας. Πολλές φορές ἐκ­θρο­νί­ζου­με στήν πρά­ξη τόν Χρι­στό ἀ­πό τή ζω­ή μας, ἀ­πό τίς συ­να­να­στρο­φές μας, τίς συ­ζη­τή­σεις μας καί τίς ἀ­να­ζη­τή­σεις μας, ἀ­πό τή σκέ­ψη μας καί τή γλώσ­σα μας, ἀ­κό­μα κι ἀ­π’ τήν προ­σευ­χή μας. Ἡ πρώ­τη ἐν­το­λή Του, τό «ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου καί ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας σου» (Μάρκ. ιβ΄, 30) δέν δονεῖ τό εἶναι μας, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν κύ­ρια μέ­ρι­μνά μας, τήν πεμ­πτου­σί­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας ἀ­γώ­να.

Ἀλ­λά, πα­ρά τή δι­κή μας ἀ­μέ­λεια, τή ρα­θυ­μί­α, τή χλι­α­ρό­τη­τα καί τήν πε­ρί τά πνευ­μα­τι­κά νω­θρό­τη­τά μας, ὁ ἐ­ρά­σμιος Νυμ­φί­ος τῶν ψυ­χῶν μας, ὁ γλυ­κύ­τα­τος Κύριός μας Ἰησοῦς Χρι­στός, δέν παύ­ει νά κρού­ει τή θύ­ρα τῆς ψυ­χῆς μας καί νά μᾶς ἀ­πευ­θύ­νει στορ­γι­κά, ἐ­πί­μο­να, ἀλ­λά καί δι­α­κρι­τι­κά τόν πα­ρή­γο­ρο λό­γο Του ζητώντας τήν ἐπιστροφή μας στό σπίτι τοῦ Πατέρα μας.

Ἀ­λή­θεια, πό­σο ἀ­γνώ­μο­νες, πό­σο ἄ­σο­φοι ἀ­πο­δει­κνυ­ό­μα­στε, ὅ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Δη­μι­ουρ­γός τοῦ Παν­τός, ὁ Βα­σι­λεύς τῶν βα­σι­λευ­όν­των καί Κύ­ριος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των, ὁ ἀ­νεν­δε­ής καί Παν­το­δύ­να­μος Κύ­ριος, ὁ φο­βε­ρός Θε­ός, «Ὅν φρίσ­σει καί τρέ­μει τά Χε­ρου­βείμ», ὁ Πλά­στης καί Θε­ός μας, ἔρ­χε­ται τό­σο κον­τά μας! Γί­νε­ται ὁ πο­λυ­εύ­σπλαγ­χνος Πα­τέ­ρας μας, ὁ ἀ­δελ­φός μας καί ὁ πι­στός φί­λος μας, ἕ­τοι­μος νά μᾶς προ­σφέ­ρει τά πάν­τα, θυ­σι­ά­ζον­τας τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό Του! Ἔρ­χε­ται νά μᾶς ὑ­πη­ρε­τή­σει «ὡς ὁ δι­α­κο­νῶν», νά μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πό τά βά­ρη καί τίς θλί­ψεις, νά μᾶς χα­ρί­σει τά πα­ρόν­τα καί τά μέλ­λον­τα ἀ­γα­θά Του! Κι ἐ­μεῖς —ὤ τῆς παραφροσύνης!— τολ­μοῦ­με πολλάκις νά Τόν ἀγνοοῦμε, νά τόν πε­ρι­φρο­νοῦ­με, δυστυχῶς, ἀκόμη καί νά Τόν ὑβρίζουμε καί νά Τόν βλασφημοῦμε, κατόπιν βέβαια τῆς ὑποκινήσεως τοῦ διαβόλου! Ὤ τῆς μεγάλης σου εὐσπλαχνίας Κύριε!

Ἀ­δελ­φοί, «ἰ­δοὺ νῦν (τώ­ρα, σή­με­ρα, ὄ­χι αὔ­ριο) και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος, ἰ­δοὺ νῦν (τώ­ρα, σή­με­ρα, ὄ­χι αὔ­ριο) ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας», μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Κο­ριν. στ΄, 2). Τώ­ρα νά μετανοήσουμε, σ’ αὐ­τή τή ζω­ή μόνο ὑ­πάρ­χει τό ἔ­λε­ος καί ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὁ θά­να­τος κα­ρα­δο­κεῖ ἀ­νά πᾶ­σα στιγ­μή, ἡ αὐ­λαί­α πέ­φτει ὁ­σο­νού­πω, ἡ Κρί­σις ἐγγύς, ἀ­κρι­βο­δί­και­η καί ἀ­δέ­κα­στη.

Ἀ­δελ­φοί μας ἀ­γα­πη­τοί καί πε­ρι­πό­θη­τοι!

«Στῶ­μεν κα­λῶς, στῶ­μεν με­τὰ φό­βου»! Εἶ­ναι φο­βε­ρή ἡ ὥ­ρα τῆς Κρί­σε­ως καί ἡ κό­λα­ση ἡ με­γα­λύ­τε­ρη συμ­φο­ρά, τό φο­βε­ρώ­τε­ρο κα­κό. Τά δει­νά τῆς κο­λά­σε­ως δέν ἔ­χουν καμ­μί­α σύγ­κρι­ση μέ τίς συμ­φο­ρές τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς. Ἄς εὐ­χό­μα­στε κα­νείς ἄν­θρω­πος στόν κό­σμο νά μήν δο­κι­μά­σει τήν ἄ­φα­τη ὀ­δύ­νη της. Ἄς μή παί­ζου­με «ἐν οὐ παι­κτοῖς». Τό δι­α­κυ­βευ­ό­με­νο εἶ­ναι ἡ ἀ­θά­να­τη ψυ­χή μας καί τό αἰ­ώ­νιο μέλ­λον μας. Δυστυχῶς, πολλοί ἄνθρωποι, ἀκόμη καί χριστιανοί, δέν πιστεύουν ἤ ἀμφιβάλλουν γιά τήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς, δέν πιστεύουν στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δέν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Παράδεισος καί Κόλαση. Εἶναι πραγματικά φοβερό! Στήν μέλλουσα κρίση τά σώματα ὅλων τῶν κεκοιμημένων θά ἀναστηθοῦν καί θά ἐπανασυνδεθοῦν τό καθένα μέ τήν ψυχή του καί θά ἀνασυγκροτηθεῖ, ἔτσι, ὁ ὅλος ἄνθρωπος ἀνακαινισμένος καί ἀφθαρτοποιημένος.

Στήν ἄλλη ζωή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦμε τόν Θεό, θά δοῦμε τήν ἄκτιστη δόξα, τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό ἔνδοξο φῶς καί τήν ἄκτιστη δόξα πού εἶδαν οἱ τρεῖς μαθητές στό ὄρος Θαβώρ κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου μας. Τό ἄκτιστο αὐτό φῶς εἶναι ἀνέσπερο, γλυκύτατο, χαριέστατο, αἰώνιο, καί πληροῖ τόν ἄνθρωπο ψυχοσωματικά μέ ὑπερκόσμια καί ἀκατάληπτη εὐφροσύνη καί ἀνέκφραστη ἡδονή, εἰρήνη καί χαρά. Ὅσοι, ὅμως, δέν θά εἶναι κατάλληλα προετοιμασμένοι ἀπό αὐτή τήν ζωή, μᾶς τονίζουν οἱ Πατέρες, αὐτοί θά δοῦν αὐτή τήν δόξα, αὐτό τό φῶς ὡς πῦρ καταναλίσκον, δηλαδή ὡς πνευματική φωτιά πού κατακαίει. Εἶναι ἕνα θέμα τεράστιο, δύσκολο, ἀλλά κεφαλαιώδους καί μοναδικῆς σημασίας, γιά τό ὁποῖο ταπεινά προτείνουμε, ὁ Σύλλογός σας, κύριε Πρόεδρε, νά διοργανώσει σύντομα μία εἰδική ὁμιλία ἤ μᾶλλον ἡμερίδα στήν ὁποία θά μποροῦν νά ὑποβληθοῦν καί ἐρωτήσεις.

Κα­λό θά ἦ­ταν, λοιπόν, καί στίς εὐ­χές μας, σέ γι­ορ­τές ἤ δι­ά­φο­ρες ἄλ­λες πε­ρι­στά­σεις, νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται κι ἀ­πό τούς λα­ϊ­κούς ἀ­δελ­φούς μας, ἡ εὐ­χή τῶν Μο­να­χῶν: «Κα­λή με­τά­νοι­α, κα­λόν Πα­ρά­δει­σο» καί νά μήν κτυποῦμε ξύλο, ὅταν ἀκοῦμε τήν λέξη θάνατος, ἀφοῦ αὐτός εἶναι τό πιό βέβαιο γεγονός πού θά μᾶς συμβεῖ. Ἄλλωστε, δέν εἴμαστε μόνιμοι κάτοικοι αὐτῆς τῆς γῆς, ἀλλά πάροικοι, ἔνοικοι τῆς γῆς. Εἴμαστε ὁδίτες καί ὄχι πολίτες αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Ὁ δρό­μος γιά τόν Πα­ρά­δει­σο, ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ἕ­νας. Εἶ­ναι ὁ δρό­μος πού βά­δι­σαν ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι: ὁ δρό­μος τῆς με­τα­νοί­ας, τῆς θεογνωσίας, τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στό σπί­τι τοῦ Πα­τέ­ρα μας. Ὁ δρό­μος τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας καί στήν Ἁ­γί­α Πα­ρά­δο­σή της.

Ἡ σύγχρονη κοινωνία ἔχει περιέλθει σέ ἀφάνταστο βαθμό καταπτώσεως καί ἀποστασίας. Γι’ αὐτό καί πρέπει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με στήν πα­λιά εὐ­σέ­βεια, στό φό­βο τοῦ Θε­οῦ, στήν ἁ­γί­α ἁ­πλό­τη­τα. Νά ἐ­πα­νέλ­θου­με ὅ­λοι, Κλη­ρι­κοί, Μο­να­χοί καί λα­ϊ­κοί, στήν πρα­ό­τη­τα, στήν τα­πεί­νω­ση, στήν ἀ­κα­κί­α, στήν ἀ­φε­λό­τη­τα τῆς καρ­δί­ας, στήν κα­τά Θε­όν γνώ­ση καί σο­φί­α. Καί ν’ ἀρ­χί­σου­με ἀ­πό ἁ­πλά, μι­κρά καί ἴ­σως τυ­πι­κά, κα­τά τό φαι­νό­με­νο, πράγ­μα­τα· ἀλ­λά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πο­λύ σπου­δαῖ­α καί οὐ­σι­α­στι­κά.

Καί ἄν ἡ μετάνοια καί ἡ πνευματική ἐγρήγορση εἶναι ἀπαραίτητη γιά κάθε περίοδο τῆς ζωῆς μας, εἶναι πολύ περισσότερο ἀπαραίτητες σήμερα, πού τό κύμα τῆς ἀθεΐας, τῆς ἀντιθεΐας, τοῦ νεοπαγανισμοῦ, τῆς εἰδωλολατρείας, τῆς σύγχυσης, τοῦ θρησκευτικοῦ ἀποχρωματισμοῦ, τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τῆς πανθρησκείας τῆς Νέας Ἐποχῆς μᾶς κατακλύζει καί σάν πνευματικός λίβας μαραίνει καί κατακαίει τά ἄνθη καί τούς καρπούς τῆς πατροπαράδοτης εὐλάβειας, τῆς παράδοσης, τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδανικῶν τοῦ λαοῦ μας.

Ἐ­δῶ βρί­σκε­ται, πι­στεύ­ου­με, ἡ βα­σι­κή αἰ­τί­α τῆς σύγ­χρο­νης ἀ­πα­ξί­ας καί πα­ρακ­μῆς, πού βι­ώ­νου­με ὡς λα­ός καί ὡς χώ­ρα. Ἀ­πεμ­πο­λή­σα­με ἀρ­χές καί ἀ­ξί­ες, ἀλ­λά­ξα­με ἤ­θη, ἔθιμα καί συμ­πε­ρι­φο­ρές, θέ­σα­με ἄλ­λους στό­χους καί προ­τε­ραι­ό­τη­τες, νο­θεύ­σα­με τά μέ­σα καί τίς δι­α­δι­κα­σί­ες, ἀ­πω­λέ­σα­με τό μέ­τρο, ἐγ­κα­τα­λεί­ψα­με τήν χαρ­μο­λύ­πη. Βγά­λα­με τόν Θε­ό ἀ­πό τήν ζω­ή μας καί θεοποιήσαμε τούς ἑαυτούς μας, τήν λογική μας, τήν ἀτομική μας κρίση, τίς ἀτομικές μας δεξιότητες, τό ἀτομικό μας θέλημα, τό ὑπερτροφικό καί θεοποιημένο ΕΓΩ μας. Κι ὅ­λα αὐ­τά μέ τί­μη­μα τήν ἀ­πώ­λεια τοῦ ἴ­διου τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας, τῆς ψυ­χι­κῆς μας ἠ­ρε­μί­ας καί ἰ­σορ­ρο­πί­ας, τῆς προ­σω­πι­κῆς, οἰ­κο­γε­νεια­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς μας γα­λή­νης καί εὐ­τυ­χί­ας.

Καί εἶναι πραγματικά ὀξύμωρο τό γεγονός, ὅτι ἐνῶ ἡ σύχρονη ἐποχή τῆς συνεχοῦς ροῆς πληροφοριῶν καί εἰδήσεων μᾶς παρέχει τήν δυνατότητα νά κατέχουμε σέ καθημερινή βάση ἀμέτρητες γνώσεις γιά κάθε τί πού συμβαίνει σέ κάθε γωνιά τοῦ πλανήτη μας, νά μένουμε ἀδαεῖς καί ἀπληροφόρητοι γιά τά καίρια καί σωτηριολογικῆς καί αἰώνιας σημασίας ζητήματα τῆς ζωῆς μας, λόγῳ τῆς πολυμέριμνας καί τῶν ἀπαιτήσεων τῆς καθημερινότητας, πού συνεχῶς αὐξάνουν. Αὐτή ἡ καθημερινότητα μᾶς ἀπορροφᾶ καί καταλήγουμε νά ταυτιζόμαστε μαζί της σέ βαθμό, πού εἶναι πλέον δύσκολο νά ἀπεγκλωβιστοῦμε καί μάλιστα ὅταν ἔχουν περάσει καί τά χρόνια, καθώς δύσκολα ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος σέ μεγάλη ἡλικία.

Ζῶντας ἔτσι, οὐσιαστικά δέν προλαβαίνουμε νά γνωρίσουμε καί νά μάθουμε γιατί ζοῦμε, ποιός εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας, ἄν ὑπάρχει ἄλλη ζωή καί τί θά συναντήσουμε σ’ αὐτή, τί εἶναι ἡ ψυχή μας καί ποιά εἶναι τά γνωρίσματά της, τί εἶναι ἡ Κόλαση καί τί ὁ Παράδεισος.

Γι’ αὐτό καί εἶναι κατεπείγουσα ἀνάγκη:

Α΄. Νά πά­ρου­με καί πά­λι στά χέ­ρια μας τόν Συ­να­ξα­ρι­στή, τούς βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων μας, πού κατά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο τόν Πόποβιτς εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐγκυκλοπαίδεια, τόν Εὐ­ερ­γε­τι­νό, τά Γε­ρον­τι­κά, τήν Ἁ­μαρ­τω­λῶν Σω­τη­ρί­α, τόν Ἅ­γιο Νι­κό­δη­μο, τόν Ἀββᾶ Δωρόθεο, τόν Ἅ­γιο Κο­σμᾶ τόν Αἰ­τω­λό, τόν Παπουλάκο… Καί κυ­ρί­ως καί πρω­τί­στως νά ἀρ­χί­σου­με νά με­λε­τᾶ­με τα­κτι­κά καί εὐ­λα­βι­κά τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, Πα­λαι­ά καί Και­νή Δι­α­θή­κη, καί τά πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, πού ἑρ­μη­νεύ­ουν καί ἀ­να­λύ­ουν τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.

Β΄. Νά ἔ­χου­με εὐ­πρε­πι­σμέ­νο εἰ­κο­νο­στά­σι στό σπίτι μας —ὄ­χι στό σα­λό­νι γιά ἐ­πί­δει­ξη—, ἀλ­λά σέ ἰ­δι­αί­τε­ρο χῶ­ρο, ἄν ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­τό­τη­τα, ὅ­που θά μπο­ροῦ­με νά ἀ­πο­συρ­θοῦ­με γιά προ­σευ­χή. Εἰ­κο­νο­στά­σι μέ εἰ­κό­νες τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν Ἁ­γί­ων, τῶν ὁ­ποί­ων φέ­ρου­με τά ὀ­νό­μα­τα, μέ Σταυ­ρό, μέ ἀ­ναμ­μέ­νη καν­δή­λα, μέ τή Σύ­νο­ψη, τό Συ­νέκ­δη­μο, τά Προ­σευ­χη­τά­ρια. Εἰ­κο­νο­στά­σι, ὅ­που, ὅ­πως οἱ πα­λι­ές εὐ­λα­βεῖς οἰ­κο­γέ­νει­ες, θά φυ­λάσ­σου­με καί ὅ­λα τά ἁ­γι­α­στι­κά (τά βά­για, τόν βα­σι­λι­κό, λά­δι ἤ μῦ­ρο ἀ­πό προ­σκυ­νή­μα­τα, τό Με­γά­λο ἁ­για­σμό κ.λπ.). Τό ἀναμμένο καντήλι, ὅπως λένε οἱ γεροντάδες, δείχνει τήν ζωντάνη μας σχέση μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία.

Γ΄. Νά μάθουμε νά λέμε τήν ἁγιασμένη, πολύ θεολογική καί περιεκτική μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό». Νά τήν λέμε μέ πόθο καί λαχτάρα, ἐπικαλούμενοι τό γλυκύτατο Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τήν εἰρήνευση καί τήν προκοπή τήν δική μας, τῆς οἰκογενείας μας, γιά τήν ὑγεία καί τήν πρόοδο τῶν παιδιῶν μας, γιά τήν ἴαση τῶν ἀσθενῶν, γιά τήν ἀνάπαυση καί τήν σωτηρία τῶν κεκοιμημένων μας, γιά τήν ἐπίλυση τῶν ποικίλων προβλημάτων καί δυσκολιῶν μας, γιά τήν σωτηρία τῆς πατρίδος μας καί τήν εἰρήνη ὁλόκληρου τοῦ κόσμου.

Ἄς προσπαθοῦμε νά διατηροῦμε τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τό Πανάγιο Ὄνομά Του στό νοῦ καί τήν καρδιά μας, ἀκόμη καί μέσα στίς μέριμνες, ἀκόμη καί μέσα στήν πίεση καί τήν κόπωση τῆς καθημερινότητος, ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε καί ὅσο μποροῦμε. Ὁ χαριτωμένος ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ Καντουνακιώτης μᾶς προέτρεπε: «Νὰ λέγῃς παιδί μου τὴν εὐχή, “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με”, ἡμέρα καὶ νύχτα συνέχεια. Ἡ εὐχὴ θὰ τὰ φέρῃ ὅλα. Ἡ εὐχὴ περιέχει τὰ πάντα, περικλείει τὰ πάντα, αἴτησι, παράκλησι, πίστι, ὁμολογία, θεολογία κλπ. Ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται χωρὶς διακοπή. Ἡ εὐχὴ θὰ φέρῃ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰρήνη, γλυκύτητα, χαρά, δάκρυα».

Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει μέ γλαφυρότητα γιά τήν μονολόγιστη εὐχή: «Μέγα γάρ ὅπλον εὐχή, θησαυρός ἀνελλιπής, πλοῦτος μηδέποτε δαπανώμενος, λιμήν ἀκύμαντος, γαλήνης ὑπόθεσις, καί μυρίων ἀγαθῶν ῥίζα καί πηγή καί μήτηρ ἐστίν ἡ εὐχή, καί αὐτῆς τῆς βασιλείας δυνατωτέρα. Εὐχή χειμαζομένων λιμήν, κλυδωνιζομένων ἄγκυρα, σαλευομένων βακτηρία, πενήτων θησαυρός, πλουτούντων ἀσφάλεια, νοσημάτων ἀναίρεσις, ὑγιείας φυλακή· εὐχή καί τά ἀγαθά ἡμῖν ἀκίνητα διατηρεῖ, καί τά κακά μεταβάλλει ταχέως· κᾄν πειρασμός ἐπέλθῃ, ῥᾳδίως ἀποκρούεται· κᾄν ζημία χρημάτων, κᾄν ὁτιοῦν ἕτερον τῶν λυπούντων ἡμῶν τήν ψυχήν, ἅπαντα ἀπελαύνει ταχέως· εὐχή λύπης ἁπάσης φυγαδευτήριον, εὐθυμίας ὑπόθεσις, διηνεκοῦς ἡδονῆς ἀφορμή, φιλοσοφίας μήτηρ· ὁ δυνάμενος εὔχεσθαι μετά ἀκριβείας, κᾄν ἁπάντων πενέστερος ᾖ [κι ἄν εἶναι φτωχότερος ὅλων], πάντων ἐστί πλουσιώτερος· ὥσπερ ὁ τῆς εὐχῆς πάλιν ἐστερημένος, κᾄν ἐν αὐτῷ καθέζηται τῷ θρόνῳ τῷ βασιλικῷ πάντων ἐστί πενέστερος [ἔτσι, αὐτός πού δέν κάνει τήν εὐχή, ἀκόμη κι ἄν κάθεται σέ βασιλικό θρόνο, εἶναι φτωχότερος ἀπό ὅλους]».

Ἀδελφοί, σᾶς βεβαιώνω ὅτι τά προβλήματά μας καί τά θέματά μας τά λύνει ὁ Χριστός μας, διά πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας, καί ὄχι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴτε κληρικοί εἴτε μοναχοί εἴτε λαϊκοί. Εἶναι κατεπείγουσα ἀνάγκη νά μάθουμε νά προσευχόμαστε καί γιά τά δικά μας προβλήματα καί γιά αὐτά τῶν συγγενῶν καί φίλων μας. Ἡ ἔμπονη καί ἐπίμονη προσευχή εἶναι αὐτή πού θά δώσει τίς, κατά Θεόν καί συμφέρουσες γιά μᾶς, λύσεις σέ ὅλα τά ζητήματά μας, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι καί μεῖς, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, δέν θά παύουμε νά βοηθοῦμε καί νά συμπαραστεκόμαστε στούς συνανθρώπους μας. Δέν θά ἀντικαθιστοῦμε, ὅμως, τόν Πάνσοφο καί Πανελεήμονα Κύριό μας καί Θεό μας.

Δ΄. Νά μά­θου­με νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε μέ εὐ­λά­βεια, τακτικότατα -ὄχι μόνο στίς κηδεῖες, τούς γάμους καί τίς βαπτίσεις- καί μέ προ­σο­χή στά τε­λού­με­να. Νά μήν ἀπουσιάζουμε ἀπό τίς θεῖες Λειτουργίες τῶν Κυριακῶν καί τῶν μεγάλων ἑορτῶν ἐπικαλούμενοι ἄτοπες δικαιολογίες. Νά προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε ἀ­πό τήν προ­η­γού­με­νη ἡ­μέ­ρα, μέ σω­μα­τι­κή καί ψυ­χι­κή κα­θα­ρ­ό­τη­τα καί προ­ε­τοι­μα­σί­α, μέ πε­ρι­συλ­λο­γή, μέ ἀ­νά­παυ­ση, μέ προ­σευ­χή καί με­λέ­τη τῶν βί­ων τῶν Ἁ­γί­ων, τῶν Εὐ­αγ­γε­λι­κῶν καί Ἀ­πο­στο­λι­κῶν Ἀ­να­γνω­σμά­των καί τῶν ὑ­πο­θέ­σων τῶν με­γά­λων Ἑ­ορ­τῶν.

Ε΄. Νά τε­λοῦ­με, κα­τά δι­α­στή­μα­τα, τόν Μι­κρό Ἁ­για­σμό καί –μιά φορά τουλάχιστον τόν χρόνο– τό Μυ­στή­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου Εὐ­χε­λαί­ου στά σπί­τια μας γιά νά ἀποτρέπουμε μέ αὐτά, ὡς θεῖα ἀλεξικέραυνα, τήν ἐπήρεια καί τήν ἐνέργεια τῶν δαιμόνων ἀπό τήν οἰκογένειά μας καί τό σπίτι μας, καθώς καί τήν βασκανία, τήν ζηλοφθονία καί τήν βοή τῶν πονηρῶν καί κακοποιῶν ἀνθρώπων. Ἐ­πι­ση­μαί­νου­με στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό καί ἐ­πι­μέ­νου­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως: ὅ­τι ὁ Χρι­στια­νός δέν πρέ­πει πο­τέ, σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση, νά κα­τα­φεύ­γει γιά τήν ἐ­πί­λυ­ση προ­βλη­μά­των (ἀρ­ρώ­στι­ες παι­δι­ῶν, συγ­γε­νῶν, ἀ­πο­κα­τά­στα­ση κ.λπ.) σέ μά­γους, φω­τι­σμέ­νους, φω­τι­σμέ­νες ἀ­στρο­λό­γους, χαρ­το­ρί­χτρες, μέν­τιουμ κ.λπ.). Εἶναι μεγίστη ἁμαρτία καί μέγας κίνδυνος, τό νά προστρέχουμε σέ τέτοια πρόσωπα τοῦ Σατανᾶ. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τό θεωρεῖ μάλιστα «ξεβάπτισμα». Εἶ­ναι προ­τι­μώ­τε­ρο νά πε­θά­νει τό παι­δί μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, μᾶς λέ­γει ὁ ἴδιος ἅγιος, νά μήν παν­τρευ­τεῖ τό παι­δί, πα­ρά νά ζή­σει ἤ νά ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Σα­τα­νᾶ —κι αὐ­τό, βε­βαί­ως, ἀμ­φί­βο­λο— πα­ρά νά χά­σει τήν ψυ­χή του. Οἱ ἐξαρτημένοι, ἄλλωστε, ἀπό τήν μαγεία καί τόν σατανισμό, ἄν δέν ἀπελευθερωθοῦν μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τήν ἐξάρτηση αὐτή, καταλήγουν τελικά καί ψυχασθενεῖς.

Νά μήν πα­ρα­λεί­που­με τό ση­μεῖ­ο τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ —καί μά­λι­στα σω­στά— καί τήν προ­σευ­χή πρίν καί με­τά τό φα­γη­τό. Δέν εἶ­ναι κα­θό­λου μιά τυ­πι­κή συ­νή­θεια αὐ­τό· εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α καί προ­στα­σί­α ἀ­πό κά­θε ἐ­πή­ρεια δαι­μο­νι­κή καί βα­σκα­νί­α (πολ­λές φο­ρές φα­γη­τά ἤ γλυ­κί­σμα­τα, πού μᾶς προ­σφέρ­θη­καν, ἦ­ταν μο­λυ­σμέ­να ἀ­πό μα­γι­κά)… Ἀλ­λά ἀποτελεῖ καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τόν δω­ρε­ο­δό­τη καί τρο­φο­δό­τη Κύ­ριό μας καί Θε­ό μας.

Νά κά­νου­με πολ­λές φο­ρές κα­τά τή διά­ρκεια τῆς ἡ­μέ­ρας καί σω­στά τό ση­μεῖ­ο τοῦ Τι­μί­ου καί Ζω­ο­ποι­οῦ Σταυ­ροῦ —εἶ­ναι ὁ­μο­λο­γί­α αὐ­τό καί πο­λύ δυ­να­τή προ­σευ­χή—, κα­τά τήν εἴ­σο­δο καί ἔ­ξο­δο ἀ­πό τό σπί­τι μας, ἀ­πό τό χῶ­ρο τῆς ἐρ­γα­σί­ας μας, ἀ­πό τό αὐ­το­κί­νη­τό μας, σέ στιγ­μές δύ­σκο­λες πού χρει­α­ζό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ. Μήν κυ­κλο­φο­ροῦ­με πο­τέ χω­ρίς τόν ἐ­πι­στή­θιο σταυ­ρό ἐ­πά­νω μας.

Νά μά­θου­με νά βα­δί­ζου­με τόν ἴ­σιο δρό­μο καί μέ τό σταυ­ρό στό χέ­ρι καί νά εἴ­μα­στε σί­γου­ροι —πα­ρά τά λε­γό­με­να πε­ρί τοῦ ἀν­τι­θέ­του— ὅ­τι θά ἔ­χου­με σ’ αὐ­τή τή ζω­ή τή δια­ρκή εὐ­λο­γί­α καί προ­στα­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί στήν ἄλ­λη ζω­ή θά μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Θε­ός τῶν ἐ­που­ρα­νί­ων Του ἀ­γα­θῶν.

ΣΤ΄. Νά ἀρ­χί­σουν οἱ νοι­κο­κυ­ρές, ὅ­σες δέν τό κά­νουν, νά ζυ­μώ­νουν πρό­σφο­ρα μέ εὐ­λά­βεια καί μέ εἰ­δι­κή προ­ε­τοι­μα­σί­α, νά προ­σφέ­ρουν τό νᾶ­μα, τό κα­θα­ρό κε­ρί καί τό θυ­μί­α­μα γιά τήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, μα­ζί μέ τά ὀ­νό­μα­τα, ζών­των καί κε­κοι­μη­μέ­νων, ση­μει­ώ­νον­τας καί ὑπογραμμίζοντας τό ὄ­νο­μα μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­νάγ­κη (κα­λό θά ἦ­ταν καί μέ τό αἴ­τη­μά του). Ἡ μνη­μό­νευ­ση τῶν ὀ­νο­μά­των καί ἡ προ­σφο­ρά τῶν δώ­ρων γιά τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀ­πο­δί­δουν τή με­γα­λύ­τε­ρη ὠ­φέ­λεια σέ ζῶν­τες καί κε­κοι­μη­μέ­νους, ὅ­ση ὠ­φέ­λεια δέν μπο­ρεῖ νά προ­σφέ­ρει καμ­μί­α ἄλ­λη προ­σευ­χή ἐ­πί τῆς γῆς. Ἰ­δί­ως γιά τούς κε­κοι­μη­μέ­νους μας, πού δέν ἔ­χουν πλέ­ον τή δυ­να­τό­τη­τα νά βο­η­θή­σουν τόν ἑ­αυ­τό τους καί πε­ρι­μέ­νουν μό­νον ἀ­πό ἐ­μᾶς. Κα­λές οἱ δω­ρε­ές καί τά στε­φά­νια, ἀλ­λά ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α γιά τούς ἀν­θρώ­πους μας εἶ­ναι ἡ ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­τη ἀ­νακούφιση καί παρηγοριά τους.

Πο­λύ ὠ­φέ­λι­μο θά ἦ­ταν νά τε­λοῦ­με καί Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες (ν’ ἀ­νοί­γου­με τίς Ἐκ­κλη­σι­ές, ὅ­πως συ­νη­θί­ζει νά τό λέ­ει ὁ λα­ός μας) ὑ­πέρ τῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν μας, τῶν συγ­γε­νῶν μας, τῶν φί­λων μας καί τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων μας, μή πα­ρα­λεί­πον­τας καί ὅ­λα τά δι­α­τε­ταγ­μέ­να (κόλ­λυ­βα καί ὑ­ψώ­μα­τα γιά τούς Ἁ­γί­ους μας, ἀρ­το­κλα­σί­ες, μνη­μό­συ­να, τρι­σά­για καί κόλ­λυ­βα γιά τούς κε­κοι­μη­μέ­νους μας).

Ζ΄. Νά ἀ­φή­νου­με στό Θε­ό μέ ἀπόλυτη ἐμ­πι­στο­σύ­νη καί ἐλ­πί­δα τόν ἑ­αυ­τό μας, τήν οἰ­κο­γέ­νειά μας, τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν πραγ­μά­των καί τῶν ὑ­πο­θέ­σε­ών μας, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τήν ὀρ­θο­λο­γι­στι­κή ὀρ­γά­νω­ση καί ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῆς προ­σω­πι­κῆς καί οἰ­κο­γε­νεια­κῆς ζω­ῆς.

Νά δι­δά­ξου­με στά παι­διά μας ἀ­πό μι­κρά τό φό­βο τοῦ Θε­οῦ, τίς Ἀ­λή­θει­ες τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, τό σκο­πό τῆς ζω­ῆς μας, τό ἐ­φή­με­ρο τῶν ἐγ­κο­σμί­ων, τή με­τα­φυ­σι­κή-ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τήν ἀ­γά­πη στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στά Ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρια καί στήν προ­σευ­χή. Μα­ζί μέ τή μόρ­φω­ση τοῦ ἐγ­κε­φά­λου καί τῶν σω­μα­τι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των, πού θε­ω­ρεῖ­ται σή­με­ρα πα­νά­κεια, νά μορ­φώ­σου­με συγ­χρό­νως καί τίς ψυ­χές τῶν παι­δι­ῶν μας, τόν νοῦ τους καί τήν καρδιά τους, γιά νά δι­α­πλά­σου­με ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες καί νά τούς δώ­σου­με τά ση­μαν­τι­κώ­τε­ρα ἐ­φό­δια.

Νά τά μά­θου­με ἀ­πό μι­κρά νά εἶ­ναι τα­πει­νά, ὄχι ἐγωκεντρικά καί φίλαυτα, νά ἔ­χουν σε­βα­σμό στούς γο­νεῖς καί στούς με­γα­λυ­τέ­ρους, γε­νι­κώ­τε­ρα. Εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό ἀπό μικρά νά μά­θουν νά φι­λοῦν τό χέ­ρι τῶν γο­νέ­ων καί τῶν παπούδων, ἄν ὑπάρχουν, κά­θε βρά­δυ καί νά ζη­τοῦν συγ­χώ­ρη­ση γιά τυχόν ἀταξίες, ὅπως καί νά δίνουν πρόθυμα συγχώρεση στά ἀδέλφια τους, ἀλλά καί στούς γονεῖς τους γιά τυχόν παραλείψεις, αὐστηρότητες καί προστριβές. Ἔχει μεγάλη σημασία, ἀδελφοί, νά γνωρίζουν τά παιδιά ὅτι παντοῦ καί μέσα στήν οἰκογένεια ὑπάρχει τάξη καί ἱεραρχία καί ὅτι οἱ γονεῖς εἶναι, μετά τόν Θεό καί τούς Ἁγίους, τά πιό σεβαστά καἱ ἱερά πρόσωπα. Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει νά ἀντιδροῦμε μέ ἀσέβεια πρός τούς γονεῖς μας, ἤ νά τούς ὑβρίζουμε καί νά τούς ἀπειλοῦμε ἤ καί τό πιό φοβερό νά «σηκώσουμε χέρι» ἐπάνω τους, ὅσο ἁμαρτωλοί καί ἄν εἶναι. Τά πρόσωπα τῶν γονέων μας εἶναι κάτω ἀπό τά εἰκονίσματα τῶν Ἁγίων μας. «Εὐχαί γονέων στηρίζουσι τέκνα».

Θά θέλαμε νά ἐπιμείνουμε μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στό ζήτημα τῆς συγχωρήσεως, καθώς καί τῆς φιλοτιμίας, τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἀνοικτοκαρδίας. Οἱ δύο αὐτές ἀρετές, ἡ φιλανθρωπία καί ἡ συγχώρηση, μᾶς κάνουν νά ὁμοιάζουμε μέ τόν Θεό μας, ὁ Ὁποῖος εἶναι, κυρίως, φιλάνθρωπος καί συγχωρητικός. Ὅσοι διαθέτουν αὐτές τίς δύο ἀρετές ποτέ δέν θά τούς ἀφήσει ὁ Θεός νά φύγουν ἀμετανόητοι ἀπό αὐτή τήν γῆ. Ἡ ἀγάπη Του θά τούς συντροφεύει καί σέ αὐτή τήν ζωή καί στήν ἄλλη ζωή.

Νά μι­λοῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο στόν Θε­ό γιά τά παι­διά μας, πα­ρά στά παι­διά μας γιά τόν Θε­ό. Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη πε­ρι­ου­σί­α πού θά τούς ἀ­φή­σου­με εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη καί ζω­ή, ἡ ἐλ­πί­δα τους στόν Θε­ό καί ἡ βα­θειά συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι χω­ρίς τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει προ­κο­πή καί εὐ­τυ­χί­α.

Ἡ ὑ­περ­βο­λι­κή μέ­ρι­μνα νά ἐ­ξα­σφα­λί­σου­με τό μέλ­λον τῶν παι­δι­ῶν μας μέ ὅ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρα μπο­ροῦ­με χρή­μα­τα, κτή­μα­τα, οἰ­κή­μα­τα κ.λπ. ὄ­χι μό­νο δέν συμ­βα­δί­ζει μέ τό γνή­σιο χρι­στι­α­νι­κό φρό­νη­μα, ἀλ­λά συσ­σω­ρεύ­ει στούς μέν γο­νεῖς ἄγ­χος, ὑ­περ­προ­στα­σί­α, ὑ­πε­ρερ­γα­σί­α, ὑ­περ­κό­πω­ση, συ­χνά καί ἀ­προ­θυ­μί­α στή φι­λαν­θρω­πί­α, ἀλ­λά καί στά παι­διά καλ­λι­ερ­γεῖ τή φι­λο­κτη­μο­σύ­νη, τήν φιλαργυρία, τήν ὀ­κνη­ρί­α, τήν πο­νη­ρί­α, τήν ἀ­χα­ρι­στί­α, τίς δια­ρκεῖς ἀ­παι­τή­σεις, ἀλ­λά καί τήν ἀ­δυ­να­μί­α νά ἐ­κτι­μή­σουν τούς κό­πους τῶν γο­νέ­ων τους καί γι᾿ αὐ­τό συ­χνά ὁ­δη­γοῦν­ται στήν κα­τα­σπα­τά­λη­ση τῶν ἀ­γα­θῶν πού κλη­ρο­νο­μοῦν καί ὄν­τας ἀ­νί­κα­να νά στα­θοῦν στή ζω­ή ἐ­ξα­θλι­ώ­νον­ται.

Μή ζη­τᾶ­με εὐ­τυ­χί­α κο­σμι­κοῦ τύ­που, πολ­λά χρή­μα­τα, κτή­μα­τα, οἰ­κή­μα­τα καί ἐ­πι­τυ­χί­ες. Εἶ­ναι πλά­νη φο­βε­ρή νά ἐκ­ζη­τοῦ­με ἄ­λυ­πο, ἄ­κο­πο καί ἀ­ναί­μα­κτο βί­ο. «Οὐ­δείς ἀ­νέ­βη εἰς τόν Οὐ­ρα­νόν με­τ’ ἀ­νέ­σε­ως», μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.

Νά ἐ­πι­μεί­νου­με στίς Ἑ­ορ­τές τῶν Ἁ­γί­ων μας· μή κα­τα­λύ­ον­τας, τι­μών­τας τόν Ἅ­γιο, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα φέρουμε, καί τήν νη­στεί­α, ὅ­ταν εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα νη­στεί­ας. Νά κα­ταρ­γή­σου­με τά πάρ­τι καί τά γε­νέ­θλια, τά ἐκ τῆς Δύ­σε­ως προ­ερ­χό­με­να καί γιά λό­γους ἐμ­πο­ρι­κούς προ­βαλ­λό­με­να καί ἐ­πι­βαλ­λό­με­να, ἀλ­λά καί γιά λό­γους οἰ­κο­γε­νεια­κῆς προ­βο­λῆς προ­τι­μώ­με­να…

Η΄. Φο­βε­ρές πλη­γές γιά τίς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἀ­κό­μη καί τίς χρι­στι­α­νι­κές, εἶ­ναι ἡ πα­νούρ­γα καί πλα­νε­ρή μό­δα, τό ἀ­κρι­βό ντύ­σι­μο, πού κρύ­βει κο­σμι­κό­τη­τα, φι­λα­ρέ­σκεια, ἐνίοτε καί ἀνηθικότητα, τό πο­λυ­τε­λές σπί­τι καί αὐ­το­κί­νη­το, τά ἄ­φθο­να καί ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να ξε­νι­κά φα­γη­τά καί πο­τά, ἡ κο­σμι­κή ζω­ή καί δι­α­σκέ­δα­ση, ἡ ἄ­σκο­πη ἐ­να­σχό­λη­ση μέ θέ­μα­τα ἀ­νού­σια καί συ­χνά ἐ­πι­βλα­βῆ (χόμ­πυ, πο­λυ­έ­ξο­δα παι­χνί­δια κ.λπ.), ἡ σπα­τά­λη χρη­μά­των καί χρό­νου, πού ἀ­φαι­ρεῖ­ται πάν­το­τε ἀ­πό τό χρό­νο πού ἀ­νή­κει στήν ψυ­χή μας, ἄν ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­ος χρό­νος, καί πολ­λά ἄλ­λα. Ὅ­λα αὐ­τά, ἀλ­λό­τρια τῆς εὐ­λα­βεί­ας καί τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ τρό­που ζω­ῆς, πέ­ραν τοῦ ὅ­τι μᾶς ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζουν, κα­θη­λώ­νον­τάς μας σέ φθη­νά καί ἀ­νά­ξια λό­γου γή­ϊ­να πράγ­μα­τα, γί­νον­ται πολ­λές φο­ρές αἰ­τί­ες τρα­γω­δι­ῶν μέ­σα στίς οἰ­κο­γέ­νει­ες: γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν ἀ­παι­τή­σεις προ­τι­μᾶ­ται τό εὔ­κο­λο κέρ­δος διά τῆς πλα­γί­ας ὁ­δοῦ, κλο­πές, χρη­μα­τι­στή­ρια, συ­ζυ­γι­κές ἀ­πι­στί­ες, δι­α­ζύ­για, κ.λπ.

Γνώ­μη μας εἶ­ναι —θά φα­νεῖ ἴ­σως σκλη­ρή καί γιά πολ­λούς ἀ­νε­φάρ­μο­στη- ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά βγεῖ ἡ τη­λε­ό­ρα­ση ἀ­πό τό σπί­τι ἤ ἔστω νά ἐλέγχεται πολύ αὐστηρά ἡ χρήση της. Εἶ­ναι τό με­γα­λύ­τε­ρο κα­κό μέ­σα στό ἴ­διο μας τό σπί­τι, στό ἴ­διο μας τό δω­μά­τιο, πού εἶ­ναι τό ἱ­ε­ρό καί τό ἄ­συ­λό μας. Πό­σο δι­ο­ρα­τι­κός καί προ­φη­τι­κός εἶ­ναι ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός! Ἡ τη­λε­ό­ρα­ση δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς ὁ δι­ά­βο­λος μές στό κου­τί μέ τά κέ­ρα­τά του στίς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν μας· εἶ­ναι λε­γε­ῶ­νες δι­α­βό­λων μέ­σα στά σπί­τια μας καί μέ τή θέ­λη­σή μας καί μέ τήν πλη­ρω­μή μας. Εἶ­ναι σχο­λεῖ­ο τοῦ κα­κοῦ, τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος, τῆς δι­α­φθο­ρᾶς, τῆς κά­θε εἴ­δους δι­α­στρο­φῆς, τοῦ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κου τρό­που σκέ­ψε­ως καί ζω­ῆς, τοῦ σα­τα­νι­σμοῦ…. Εἶ­ναι φο­βε­ρή ἡ ἀλ­λοί­ω­ση ἀ­πό τήν τη­λε­ό­ρα­ση, ὄ­χι μό­νο στά παι­διά καί στούς νέ­ους, ἀλ­λά καί στούς ἐ­νη­λί­κους καί στούς γέ­ρους.

Τά ἴδια, βεβαίως, ἰσχύουν καί γιά τά κινητά τηλέφωνα καί τό internet καί κυρίως γιά τά λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ὅπως τό facebook (φέισμπουκ) κ.ἄ. πού ἀποτελοῦν μία ἀνοικτή πληγή καί μία συνεχή ἀπειλή γιά τά παιδιά, ἀλλά πολλές φορές καί γιά τούς ἐνήλικες.

Ἡ τηλεόραση, τό internet, τά κινητά τηλέφωνα (ρόζ τηλέφωνα κ.λπ.) ἀποτελοῦν τά σύγχρονα διαφθορεῖα πού ἀναπαράγουν καί προβάλλουν ὅλες τίς ἔκφυλες καί διεστραμμένες καταστάσεις, τήν ὁμοφυλοφιλία, τούς γκέι γάμους, τίς ἐλεύθερες σχέσεις, τά σύμφωνα συμβίωσης καί τόσα ἄλλα.

Εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, τρα­γι­κό αὐ­τό πού συμ­βαί­νει καί γιά τό ὁ­ποῖ­ο κα­τά μέ­γα μέ­ρος εὐ­θύ­νον­ται ἡ τη­λε­ό­ρα­ση, τό internet καί τά κινητά τηλέφωνα: ἡ ἔλ­λει­ψη ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας καί δι­α­λό­γου με­τα­ξύ τῶν με­λῶν τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας καί κυ­ρί­ως με­τα­ξύ τῶν συ­ζύ­γων. Ἡ ὑ­πε­ρα­πα­σχό­λη­ση, ἡ ὑ­πε­ρερ­γα­σί­α πού συμ­πλη­ρώ­νε­ται μέ τήν ἐ­πί ὧ­ρες κα­θή­λω­ση μπρο­στά στήν τη­λε­ό­ρα­ση, στό κινητό ἤ τόν ὑπολογιστή, μέ­χρι καί τίς με­τα­με­σο­νύ­κτι­ες ὧ­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­φαι­ροῦν καί τόν ἐ­λά­χι­στο ἐ­λεύ­θε­ρο χρό­νο ἀ­πό τούς συ­ζύ­γους καί τά παι­διά, δη­μι­ουρ­γοῦν συ­νε­χή ἐ­κνευ­ρι­σμό, κό­πω­ση, ἀ­πο­ξέ­νω­ση καί μύ­ρια ὅ­σα δει­νά. Γιά νά εἴ­μα­στε, ὅ­μως, εἰ­λι­κρι­νεῖς, τήν ἀ­πο­μό­νω­ση, τόν ἐ­κνευ­ρι­σμό, τίς ἀ­τέ­λει­ω­τες λο­γο­μα­χί­ες καί τόν τραυ­μα­τι­σμό τῆς ψυ­χῆς τῶν παι­δι­ῶν τά δη­μι­ουρ­γοῦν καί τά καλ­λι­ερ­γοῦν κυ­ρί­ως ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός τῶν γο­νέ­ων, ἡ φι­λαυ­τί­α τους καί ἡ αὐ­το­δι­καί­ω­σή τους, ἡ ὁ­ποί­α δέν γνω­ρί­ζει ἀ­γά­πη, δέν γνω­ρί­ζει συγ­χώ­ρη­ση, δέν γνω­ρί­ζει σι­ω­πή καί ὑ­πο­μο­νή. Σπί­τι χω­ρίς συγ­γνώ­μη τό ἐ­πι­σκέ­πτε­ται συ­χνά ἤ μᾶλ­λον κα­τοι­κεῖ μο­νί­μως μέ­σα σ᾿ αὐ­τό ὁ σα­τα­νᾶς.

Νά ἔ­χου­με συ­ναί­σθη­ση τῆς μη­δα­μι­νό­τη­τός μας. Ἀ­κό­μη κι ἄν εἴ­χα­με τη­ρή­σει ὅ­λο τό Νό­μο —πρᾶγ­μα δύ­σκο­λο γιά τόν ἄν­θρω­πο— καί πά­λι ἀ­χρεῖ­οι δοῦ­λοι θά εἴ­μα­σταν, κα­τά τόν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου. Σα­φέ­στα­τα καί κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κώ­τα­τα μᾶς τό βε­βαι­ώ­νει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης: «ἐ­ὰν εἴ­πω­μεν ὅ­τι ἁ­μαρ­τί­αν οὐκ ἔ­χο­μεν, ἑ­αυ­τοὺς πλα­νῶ­μεν καὶ ἡ ἀ­λή­θεια οὐκ ἔ­στιν ἐν ἡ­μῖν… ἐ­ὰν εἴ­πω­μεν ὅ­τι οὐχ ἡ­μαρ­τή­κα­μεν, ψεύ­στην ποι­οῦ­μεν αὐ­τόν (τὸν Θε­ὸν), καὶ ὁ λό­γος αὐ­τοῦ οὐκ ἔ­στιν ἐν ἡ­μῖν» (Α΄ Ἰ­ω­άν. 1, 8-10). Ἔ­τσι καλ­λι­ερ­γοῦ­με τήν πραγ­μα­τι­κή τα­πεί­νω­ση, στήν ὁ­ποί­α ἀ­να­παύ­ε­ται ὁ Θε­ός καί ὄ­χι τήν τα­πει­νο­λο­γί­α καί τήν τα­πει­νο­σχη­μί­α. Κα­τά τό πα­τε­ρι­κό λό­γιο, ὁ Θε­ός εὐ­λο­γεῖ ὅ­λο τόν κό­σμο κά­θε μέ­ρα μέ τό ἕ­να Του χέ­ρι, τόν τα­πει­νό, ὅ­μως, τόν εὐ­λο­γεῖ μέ τά δυ­ό Του χέ­ρια. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται αὐ­τό πού τό­νιζε συ­χνά-πυ­κνά ὁ Γέ­ρον­τας Γερ­μα­νός, ὅ­τι ὁ Θε­ός ἀ­γα­πᾶ καί σώ­ζει τόν τα­πει­νό ἁ­μαρ­τω­λό καί ἀ­πο­στρέ­φε­ται τόν ἀ­σε­βή καί ὑ­πε­ρή­φα­νο δίκαιο. Γι’ αὐτό καί νά μήν κάνουμε φίλους αὐτούς πού νομίζουν καί ὑποστηρίζουν ὅτι δέν ἔχουν ἁμαρτίες. Εἶναι ψεύτες, ἀνόητοι καί ἀλαζόνες.

Θ΄. Ἀ­φή­σα­με τε­λευ­ταῖ­ο τό σπου­δαι­ό­τα­το ζή­τη­μα τῆς τα­κτι­κῆς, εἰ­λι­κρι­νοῦς καί ἐν με­τα­νοί­ᾳ Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, χω­ρίς τήν ὁ­ποί­α δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἔ­χου­με πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί, κα­τά συ­νέ­πειαν, σω­τη­ρί­α καί ἁ­για­σμό, καί μετοχή στήν Θεί­α Κοι­νω­νί­α, στήν ὁ­ποί­α πρέ­πει νά προ­σερ­χό­μα­στε τα­κτι­κά κι ἐ­μεῖς καί τά παι­διά μας, μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ. Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο κεφάλαιο, πού θά τό ἀνοίξουμε, ὅμως, σέ μιά ἄλλη εὐκαιρία.

Προσφιλέστατοι ἀ­δελ­φοί μας,

Ὅ­λα αὐ­τά τά ἐ­πι­ση­μαί­νου­με ὄ­χι γιά νά σᾶς ἀ­πελ­πί­σου­με, ἀλ­λά γιά νά βά­λου­με νέ­α ἀρ­χή με­τα­νοί­ας, σύν Θε­ῷ, διά πρε­σβει­ῶν καί δι’ εὐ­χῶν. Κι ἄν ἀ­κό­μη δέν μπο­ροῦ­με νά τά ἐ­πι­τύ­χου­με ὅ­λα αὐ­τά, τοὐ­λά­χι­στον νά ἔ­χου­με τήν αἴ­σθη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας πε­νί­ας, τῶν πολ­λῶν μας ἐλ­λεί­ψε­ων, τή συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός μας καί νά ζητοῦμε διαρκῶς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ καλός Θεός, βλέποντας τήν συναίσθηση αὐτή, θά ἀναπληρώσει τά ἐλλείποντα, ἀρκεῖ νά δεῖ καί τόν δικό μας συνεχή καί φιλότιμο ἀγώνα.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί φίλοι,

Καλή ἀρχή στόν ἀγώνα μας, μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας. Κα­λή καί Εὐλογημένη Χρο­νιά, κα­λή Με­τά­νοι­α, κα­λόν Πα­ρά­δει­σο. Εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἐγκάρδια ἀγάπη σας καί τήν θυσιαστική παρουσία σας.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr