Χρίστος Λιάπης – Γράμμα στον βαφτισιμιό μου, γιο ναυτικού…
Γράμμα στον βαφτισιμιό μου, γιο ναυτικού, με αφορμή την εορτή του Αγίου Νικολάου
Γράμμα στον βαφτισιμιό μου, γιο ναυτικού, με αφορμή την εορτή του Αγίου Νικολάου
Γράμμα στον βαφτισιμιό μου, γιο ναυτικού, με αφορμή την εορτή του Αγίου Νικολάου
Θοδωράκο μου,
Η γιορτή του Άη-Νικόλα είναι μία μεγάλη ημέρα, μεγάλη σαν τη θάλασσα και σαν τις καρδιές των πιστών ανθρώπων που είναι πιο μεγάλες κι από τις θάλασσες. Γιορτάζει ο Άη-Νικόλας, ο Άγιος που προστατεύει όλους τους ναυτικούς και τους καπεταναίους σαν τον μπαμπά σου. Ξέρω πως σου λείπει πολύ, όπως του λείπεις και εσύ, όπως του λείπετε όλοι σας, τα αδέρφια σου και η μαμά. Για αυτό, όταν έμαθα πως το καράβι του είχε αράξει αρόδο στα διυλιστήρια, εδώ έξω από την Αθήνα, δεν μπορούσα να μην πάω να τον δω. Είναι ένα τεράστιο καράβι, μεγάλο σαν μεταλλικό νησί, που μόνο ο πατέρας σου και οι πρωτοκαπεταναίοι συνάδελφοί του, με την αξιοσύνη τους μπορούν και το κουμαντάρουν.Είναι τόσο μεγάλο που με ένα του ταξίδι, χωνεύει στην κοιλιά του όλο το πετρέλαιο που χρειάζεται η χώρα μας για έναν χρόνο. Για αυτό, πρέπει να είσαι περήφανος για τον πατέρα σου, όπως είμαστε όλοι περήφανοι για τους Έλληνες ναυτικούς μας. Γιατί χρειάζονται πολλές γνώσεις, ναυσιπλοΐας, φυσικής, χημείας των υδρογονανθράκων, γεωγραφίας, δικαίου της θάλασσας, διοικητικής επιστήμης και άλλα, ακόμη πιο σύνθετα, ώστε να ταξιδέψει, να φορτώσει και να ξεφορτώσει με ασφάλεια το πολύτιμο φορτίο του. Πολύτιμο, όχι μόνον γιατί είναι ακριβό, αλλά γιατί χάρη σε αυτό, μετά την επεξεργασία που του κάνει ένα μεγάλο εργοστάσιο με σωλήνες και δεξαμενές που το λέμε διυλιστήριο, μπορούμε να κινούμε τα αυτοκίνητά μας και να ανάβουμε τα καλοριφέρ μας. Αυτό είναι που κάνει τη δουλειά του πατέρα σου τόσο σημαντική. Γιατί η χώρα μας δεν είναι πλούσια και έχει μεγάλη ανάγκη από τη ναυτιλία για να αναπτύσσεται. Για αυτό να μην του θυμώνεις και να μη στενοχωριέσαι που δεν μπορεί να είναι κοντά σας τόσο όσο και εκείνος και εσείς θα θέλατε. Όπως δεν θέλω να θυμώνεις και μαζί μου, επειδή δεν μπορώ να έρχομαι να σε βλέπω συχνά. Ούτε να στενοχωριέσαι.
Γιατί οι μεγαλύτερες αποστάσεις, Θοδωράκο μου, δεν είναι πάνω στον χάρτη, αλλά μέσα μας. Μέσα μας μεγαλώνουν και μικραίνουν όλα, ανάλογα με το πως αντιλαμβανόμαστε το χρέος μας. Αυτό που πρέπει να κάνουμε για τη χώρα μας. Γιατί και η χώρα μας είναι κι αυτή ένα μεγάλο καράβι. Ένα καράβι όμορφο που ήταν κάποτε δυνατό και με χαρούμενο πλήρωμα. Το καράβι, όμως αυτό, έπεσε, τα τελευταία χρόνια, σε φουρτούνα. Μία φουρτούνα που την προκάλεσαν τα λάθη των συμμάχων μας οι οποίοι ρύθμιζαν τους αέρηδες, τους στροβίλους και τις νηνεμίες της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και η δική μας ανευθυνότητα η οποία άφησε τη χώρα μας απροετοίμαστη, καθώς και η ανικανότητα των πολιτικών μας που και αυτή δεν είναι παρά μία ακόμη έκφραση της ανευθυνότητας των επιλογών μας. Τη φουρτούνα αυτή την ονομάσαμε “κρίση”.
Σηκώνονται καθημερινά, λοιπόν, τα κύματα της κρίσης, αγόρι μου, και γυρεύουν να καταπιούν το καράβι της Ελλάδας μας που παλεύει να επιπλεύσει σε μια θάλασσα αβεβαιότητας και λαθών. Όταν σου έδωσα το όνομά σου, το 2010, η κρίση μετρούσε ήδη 2 χρόνια. Τότε ελπίζαμε πως το πλοίο μας θα ξαναέβγαινε σύντομα σε ασφαλή νερά, πως θα έπιανε πάλι τα γνώριμα λιμάνια της ανάπτυξης και της ευημερίας. Συνεχίσαμε όμως τα λάθη μας. Σε μια περίοδο που το καράβι χρειαζόταν στο τιμόνι του στιβαρό και τίμιο χέρι για να το κυβερνήσει, εμείς στέλναμε στη γέφυρα είτε αυτούς που μας είχαν ήδη ρίξει στα βράχια, είτε ανακαινισμένες μορφές της παλιάς πολιτικής και οικονομικής φαυλότητας, είτε νέες μορφές ανικανότητας, εξαπάτησης, άγονης αντίδρασης και γραφικότητας.
Κάθε μέρα, λοιπόν, παλεύουμε με τα κύματα μιας απελπισμένης καθημερινότητας, όπως ακριβώς και ο πατέρας σου θαλασσοδέρνεται με τα κύματα των ωκεανών.
Γι’ αυτό σου τα γράφω εδώ, όλα αυτά, Θοδωράκο μου, σε αυτό το τεράστιο φατσοβιβλίο που λέγεται facebook. Για να τα βρεις και να τα διαβάσεις μια μέρα όταν μεγαλώσεις. Γιατί εδώ δεν κινδυνεύουν να νοτιστούν από την αλμύρα των δακρύων που έγιναν μόνιμοι σύντροφοι των ματιών μας στα χρόνια της κρίσης. Ούτε να σβηστούν από την αλμύρα της θάλασσας, που θα γύρευε να τα καταπιεί αν τα σφραγίζαμε σε μπουκάλια, μαζί με την αγάπη μας και τα ρίχναμε από τη γέφυρα του καραβιού, μαζί με τον πατέρα σου.
Είτε μεσοπέλαγα, είτε στην Αθήνα, όλοι οι νέοι της σημερινής Ελλάδας Θοδωρή μου, όλοι οι νέοι της γενιάς στην οποία ανήκουμε και εγώ και ο πατέρας σου, παλεύουμε με τους κυματισμούς ενός ταραγμένου παρόντος και και με τις δίνες ενός τρικυμιώδους μέλλοντος. Μακάρι, μεγαλώνοντας, να καταλάβεις γιατί και ο δικός μου αγώνας στο Νοσοκομείο, για την ανακούφιση των συνανθρώπων μας που η ψυχή τους υποφέρει, με κρατά μακριά σου. Είναι μια μάχη που δίνουμε άλλοτε στα πιο σκοτεινά αμπάρια της ανθρώπινης σκέψης και άλλοτε στα πιο επικίνδυνα και απρόβλεπτα σκαμπανεβάσματα του συναισθήματος. Στο καράβι, ο πατέρας σου καμάρωνε και μου μιλούσε συνέχεια για το πόσο έξυπνος είσαι. Χαίρομαι και εγώ μαζί του, γιατί είμαι βέβαιος, όχι μόνον για την πρόοδό σου αλλά και πως μια μέρα θα καταλάβεις ότι αξίζει να παίρνουμε τον δύσκολο δρόμο. Να θυσιάζουμε το όποιο πρόσκαιρο βόλεμά μας, την επαγγελματική μας ανέλιξη, ακόμη και τον χρόνο που θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε στους αγαπημένους μας, προκειμένου να γίνουμε περισσότερο χρήσιμοι στους συνανθρώπους μας, αυτές τις δύσκολες ώρες που περνά η πατρίδα.
Μέχρι τότε, να μη θυμώνεις ούτε στον μπαμπά, ούτε σε εμένα, επειδή δεν βλεπόμαστε συχνά. Να μη θυμώνεις ούτε στους παλαιότερους από εμάς, για τη θαλασσόδαρτη και ναυαγισμένη Ελλάδα που μας παραδίδουν. Παλεύουμε για να τη φέρουμε σε ορθόδρομη ρότα και για να σου την παραδώσουμε όπως της αξίζει. Μέχρι τότε, μέχρι να μεγαλώσεις, ας κρατήσει ο Άγιος γαλήνιον τον πλου της ζωής σου κι ας δώσει πνευματικό απάγκιο στο κυματοδαρμένο καράβι της Ελλάδος μας.
Ο νονός σου,
Χρίστος Χ. Λιάπης