Το μαχαίρι με τη μαύρη λαβή

0 142

Και είπε ο άνθρωπος:

«Γεννήθηκα σαν άγραφος πίνακας. Είδα το φως της μέρας και τις ομορφιές της. Άγγιξα με τα ακροδάχτυλά μου το πρόσωπο της μάνας μου. Είδα την αγάπη της να παίρνει τη μορφή του ήλιου. Σηκώθηκα από την κούνια μου και περπάτησα στις γειτονιές αυτού του ήλιου. Είδα τους φίλους μου να με καλούν να δούμε μαζί τα νυχτερινά αστέρια. Μου μίλησαν για τον έρωτα και τη φιλία χαμογελώντας. Μου είπαν για ταξίδια που έκαναν σε άλλες γειτονιές και σε άλλα μέρη. Μου είπαν πως παντού αναπνέεις τον ίδιο αέρα και ότι η αγάπη παντού μοιάζει με τον ήλιο. Και με πήραν οι φίλοι μου μαζί τους στα ταξίδια για να δω τις ομορφιές. Είδα ανθρώπους πολύχρωμους να τραγουδάνε μαζί αγκαλιασμένους. Τους είδα να διαβάζουν βιβλία που έγραφαν όμορφες λέξεις. Τους άκουσα να μιλάνε με άλλους φθόγγους ,αλλά οι ματιές τους ήταν ίδιες με τις δικές μας. Τους άκουσα να συζητάνε για τα μυστικά του σύμπαντος και με πάθος να μιλάνε για τη γνώση. Μας είπαν για τους θεούς τους και τους θρύλους τους και μεις για τους δικούς μας. Έλεγαν ιστορίες για τη ζωή τους που ήταν ολόιδιες με τις δικές μας. Μας πρόσφεραν το φαγητό τους , μας έδωσαν τα ρούχα τους και όλοι μαζί γύρω από μια φωτιά μιλήσαμε για το γένος μας και για τη φύση μας. Είπαμε πως είμαστε άνθρωποι. Είπαμε πως είμαστε αγάπη.»

Και στην λεπίδα του μαχαιριού έγραφε:

«Γεννήθηκες ξεχωριστός. Ο ήλιος σου ανήκει και είναι μόνο δικός σου. Τ’ αστέρια είναι μια πλάνη και τα ταξίδια χάσιμο χρόνου. Μόνο τα δικά σου βιβλία γράφουν την αλήθεια. Εσύ γεννάς τη γνώση. Δεν χρειάζεται να θυμάσαι τίποτα από το παρελθόν. Μόνο οι δικές σου λέξεις είναι όμορφες. Μόνο οι δικοί σου θεοί είναι πραγματικοί. Εσύ είσαι ο κυρίαρχος. Έχεις τη δύναμη που πρέπει , το χρώμα που πρέπει , τη γλώσσα που πρέπει. Πρέπει να τους μισήσεις.»

Και ο άνθρωπος έπιασε το μαχαίρι από την μαύρη λαβή του και ο ήλιος κοκκίνισε. Οι δρόμοι γέμισαν κραυγές και δάκρυα. Τα τραγούδια σώπασαν και οι άνθρωποι σταμάτησαν να αγκαλιάζονται. Οι ματιές αγρίεψαν και οι όμορφες λέξεις έγιναν άναρθρες στριγγλιές και θόρυβος. Μίσος. Μόνο μίσος και απέχθεια για καθετί πολύχρωμο. Μόνο σκοτάδι.

Και ο άνθρωπος πέταξε ξαφνικά το μαχαίρι και αναφώνησε:

«Μα τι κάνω; Σκοτώνω και αδικώ τον εαυτό μου; Μισώ τον ίδιο τον ήλιο μου και τα αστέρια; Μισώ τις ιστορίες μου; Σταμάτησα να θυμάμαι ποια είναι η αλήθεια; Γιατί ξέχασα τα ταξίδια και τα χαμόγελα; Γιατί έπαψα ν’ αγκαλιάζω τους πολύχρωμους φίλους μου; Σταμάτησα να είμαι άνθρωπος; Η φύση του ανθρώπου δεν είναι η αγάπη;

Και η λαβή του μαχαιριού έγραφε με κεφαλαία γράμματα: ΦΑΣΙΣΜΟΣ

(Στη μνήμη του Παύλου Φύσσα που σαν σήμερα δολοφονήθηκε από τους φασίστες της Χρυσής Αυγής…) 

Σαράντης Μούτος

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr