Ηρακλής Φίλιος: Η δύση σκότωσε τον Θεό – Η ανατολή τον ανέστησε

Όταν ο Πλάτωνας μιλούσε για την ιδανική Πολιτεία και όταν ο Πλωτίνος ήθελε να την εφαρμόσει στην περιοχή της Καμπανίας,

0 585

Όταν ο Πλάτωνας μιλούσε για την ιδανική Πολιτεία και όταν ο Πλωτίνος ήθελε να την εφαρμόσει στην περιοχή της Καμπανίας,

Όταν ο Πλάτωνας μιλούσε για την ιδανική Πολιτεία και όταν ο Πλωτίνος ήθελε να την εφαρμόσει στην περιοχή της Καμπανίας,  όταν ο Νίτσε χτυπούσε το σαθρό οικοδόμημα της δυτικής εκκλησίας, όταν ο Descartes με μόνη τη λογική αποδείκνυε την ύπαρξη του Θεού, όταν ο Heidegger πάσχιζε να ερμηνεύσει τη μεταφυσική με όρους όμως της μεταφυσικής, όταν οι εμπειριστές ταύτιζαν το είναι με την αντίληψη, όταν οι Διαφωτιστές αρνούνταν τον Θεό εφόσον η φύση ήταν καλή, όταν οι νεοπλατωνικοί δεν δέχονταν την κοινωνία του Θεού με τον άνθρωπο, όταν οι Αθηναίοι άκουσαν για ανάσταση νεκρών στον Άρειο Πάγο και γέλασαν, όταν οι παρευρισκόμενοι στην πλατεία άκουσαν τον τρελό του Νίτσε να τους κατηγορεί πως όλοι σκότωσαν τον Θεό γιατί τον αντιλήφθηκαν ως ιδέα, όταν ο κομμουνισμός έσπαζε σταυρούς, γκρέμιζε εκκλησίες και οδηγούσε στο μαρτύριο χριστιανούς και κληρικούς, ο χριστιανισμός της ανατολής έδειχνε τη χαρά μέσα από τον Σταυρό.

Παράλογη θεώρηση της ζωής! Βέβαια το υπέρλογο δεν σημαίνει ότι είναι και παράλογο αλλά εν Λόγω αποκαλύπτεται. Αυτός ο λόγος της Δύσης, των ρευμάτων της, της ποίησης, της ζωγραφικής, της ρητορικής, της φιλοσοφίας, υπήρξε απλά ένας λόγος.

Γραφόταν, τραγουδιόταν, συγκινούσε, καλούσε σε επανάσταση, έλκυε συναισθηματικά τον άνθρωπο, ποτέ όμως δεν τον ανάπαυσε οντολογικά.

Όσο κι αν οι νεοπλατωνικοί αρνήθηκαν τη σχέση Θεού και ανθρώπων, όσο κι αν ο Νίτσε μίλησε για μεταξίωση των αξιών και για την ανάγκη ενός υπεράνθρωπου, όσο κι αν οι εμπειρικοί ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα θα δέχονταν την ύπαρξη του Θεού (που να αντέξει ο εμπειρισμός τέτοιο υπαρξιακό βάρος), η ανατολή και συγκεκριμένα ο λόγος των ερημιτών και ασκητών που είχε την αναφορά του στον Λόγο Του Θεού και όχι στον κτιστό λόγο της νοητικής περατότητας και της ανεκπλήρωτης προφητείας, εμπνεύστηκαν από γεγονότα δραματικά, όπως αυτό της Σταύρωσης και γεγονότα καινά για τους νόμους και κανόνες της φύσης, όπως αυτό της Ανάστασης.

Δεν ήταν ονειροπόλοι, μήτε τρελοί, και φυσικά όχι απογοητευμένοι ταξιδιώτες του χώματος της ερήμου που έσταζε δάκρυα μετανοίας. Ήταν αληθινοί. Και ακόμη είναι.

Βέβαια το μόνο που είχαν να προτάξουν ήταν τα αισθητήρια τους, απαλλαγμένα από την σκέψη στην απόλυτη της έκφανση, όπως συνέβη στη Δύση και εμβαπτισμένα στην οσμή της θείας χάριτος. Αν αυτό το άκουγε ο Hume, σίγουρα θα ήθελε να το αγγίξει διά των γυμνών αισθήσεων του σώματος. Σίγουρα θα απογοητευόταν, όπως θα απογοητεύονταν και οι Sartre, Sam Harris, που θα έκαναν λόγο για ουτοπία. Βέβαια για τους αθεϊστές της νύκτας, και ειδικά για τον Richard Dawkins; Ούτε λόγος για Σταυρό, πάθη, ενταφιασμένο Σώμα. Σίγουρα ο τελευταίος θα έλεγε «αυτό είναι το πρότυπο σας, ένας νεκρός με εμφανή τα σημάδια της φθοράς στο Σώμα του;». Εξάλλου ποτέ του δεν περίμενε ένα τέτοιο πρότυπο Θεού ο Dawkins. Κάτι σαν τον Νίτσε που δεν δεχόταν την οποιαδήποτε αδυναμία και δημιούργησε τον υπεράνθρωπο, το υποτιθέμενο άτρωτο μοντέλο της δυτικής ευρωστίας.

Αλήθεια πως μπορεί να υπάρξει και να υφίσταται στους αιώνες, ως καιροί του πεπερασμένου χρόνου, ένας Θεός ανήμπορος πάνω στον Σταυρό, κοιτώντας με απάθεια τους σταυρωτές Του; Με ποια υγιή δεδομένα οικοδομείται μία τέτοια αποκάλυψη; Αυτός είναι ο Θεός; Κι αυτό είναι το τέλος Του; Πάνω στον Σταυρό; Τόσος χρόνος στο ιουδαϊκό δικαστήριο, τόσες φωνές ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου, τόσα ραπίσματα, τόσα χτυπήματα, τόσο απύθμενο μίσος, τόσος πόνος μέχρι τον Σταυρό για ένα αδύναμο πρότυπο; Πώς να πειστεί ο άθεος; Πώς να πιστέψει ο υπαρξιστής; Με ποιες προοπτικές να πιστέψουν στην αδυναμία αυτοί οι άνθρωποι; Εν τέλει, πώς να παρηγορηθεί εκεί έξω ο άνθρωπος που ψυχικά και σωματικά πληγώνεται και δεν ελπίζει; Ποιος θα του δώσει ελπίδα και δύναμη;

Ένας Θεός που επιτρέπει την ιστορία να αφήσει τα φθορικά της σημάδια επάνω στο Σώμα Του; Ένας Θεός που επιμένει να ευλογεί όσους Τον έχουν καταραστεί; Ένας Θεός που δέχεται κάθε ακραίο και χωρίς όρια εξευτελισμό από όσους ο Ίδιος δημιούργησε; Ένας Θεός με πληγές, που το Σώμα Του αναδύει μυρωδιά νεκρού; Ένας Θεός που αφήνει την τελευταία Του πνοή και αφήνεται στην ταφική συνέχεια; Εν τέλει ένας Θεός που δέχεται να ταπεινωθεί;

Ναι, αυτός ο Θεός. Αυτός ο Θεός που ταπεινώθηκε άκρα. Που Τον χτύπησαν, Τον μάτωσαν, Τον έφτυσαν, Του έσπασαν τα οστά, Του τρύπησαν τα χέρια, Του μάτωσαν το κεφάλι, Τον ανέβασαν στον Σταυρό και Τον έθαψαν. Κι αν όλα τελείωναν εδώ, για τον Παύλο αλλά και τον κάθε πιστό άνθρωπο, η πίστη αυτή θα ήταν κενή, άδεια, ένα τίποτα. Ένα φιλοσοφικό αδιέξοδο, μία ρητορική ανακύκλωση, μία εμπειρική αλλοίωση της των πραγμάτων αλήθειας.

Όλα λοιπόν, θα τελείωναν στο μνήμα, και οι στρατιώτες σε λίγες μέρες θα αποχωρούσαν, αφού ο φόβος μήπως κλέψουν το Σώμα του Χριστού θα είχε ξεπεραστεί.

Αυτός ο Θεός προτίμησε να μην γίνει ήρωας. Γιατί εξάλλου να θέλει να αποδείξει στους ανθρώπους αυτό που ο Ίδιος είναι; Γιατί ήταν ανάγκη να κάνει ηρωική έξοδο και να κατατροπώσει τους εχθρούς του; Αυτό είναι δουλειά του μισάνθρωπου εωσφόρου, αφού έτσι ενεργεί και έτσι οδηγεί τη σκέψη του ανθρώπου να κάνει, όταν την προσβάλλει. Γιατί να πρέπει να αποδείξει λοιπόν ο Θεός ότι κυριαρχεί στο κακό; «Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται» θα γράψει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του λόγο. Δεν πάσχιζε ο Θεός να αποδείξει τίποτε, μήτε να δείξει ότι «καταπάτησε τον θάνατο και κατήργησε τον διάβολο» (Ευχή Νεκρώσιμης Ακολουθίας). Δεν είχε κίνητρα κοινωνιολογικά, μήτε φιλοσοφικά, μήτε πολιτικά. Είχε στο έπακρο αυτό που κανείς άνθρωπος δεν κατάφερε από τη δημιουργία του να διατηρήσει εξολοκλήρου. Την φιλανθρωπία. Γι’ αυτό ενανθρώπισε, δεχόμενος να ντυθεί το σώμα, το οποίο πολλές φιλοσοφικές αντιλήψεις αντιμετώπιζαν ως κάτι κακό, αμαρτωλό, ανίερο. Εκείνος το ντύθηκε!

Οδηγήθηκε στο θάνατο από χέρια ανόμων και εκείνο που σκεφτόταν ήταν να τους συγχωρεί. Ναι αυτό είναι υπέρλογο, αλλά για την ασκητική της αγάπης δεν είναι παράλογο αλλά άγιο. Η ζωή Του δεν τελείωσε στο μνήμα. Έτσι, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η ζωή μας θα ήταν ανούσια, χωρίς ο καιρός της να νοημαδοτεί τον χρονικό παρόν αλλά και το εσχατολογικό πέρασμα. Αναστήθηκε. Δεν αναστήθηκε για τον Εαυτό Του; Ποιος είπε ότι αναστήθηκε για να δοξαστεί ή για να γίνει περισσότερο ήρωας αφού η μορφή του θα ξεπρόβαλλε μέσα από τη σιωπή του τάφου; Για τον άνθρωπο αναστήθηκε. Και του χάρισε την αιώνια ζωή. Αυτά, που ο άνθρωπος των αδυναμιών και των αστοχιών, αυτός ο αμετανόητος άνθρωπος που εμμένει στα όρια του εκμηδενισμού του ή φτάνει ακόμη και μέχρι τον ίδιο τον εκμηδενισμό, δεν κατάφερε, τα κατάφερε ο Θεός. Όχι ένας Θεός οποιοσδήποτε, αλλά ο Τριαδικός Θεός.

Ο άνθρωπος απογοητεύεται συνεχώς και δυστυχώς πληθαίνει το απαρηγόρητο της λύπης του. Απογοητεύεται και από τον Θεό. Αυτό ο Θεός το γνωρίζει. Κι έχω την αίσθηση, πολύ έντονη, πως κατανοεί τον άνθρωπο. Η Δύση αγνόησε να υποψιάσει και να εμπνεύσει τον άνθρωπο. Και αφού αρχικά δεν υποψιάστηκε το μυστήριο του Θεού, το οποίο και ερμήνευε με έννοιες και όρους της κτιστότητας, φυσικό ήταν να μην εμπνεύσει. Τοιουτοτρόπως, έκρυψε τον Θεό από τους ανθρώπους της. Η ορθόδοξη Ανατολή το βίωσε. Βίωσε το μυστήριο του Θεού. Μέσα από την κάθε ασκητική της προσευχής, της νηστείας, της ευχής του Ιησού, των ιερών μυστηρίων και δη της Θ. Ευχαριστίας. Και θρηνώντας αναστάσιμα παρηγορεί τον άνθρωπο.

Να λοιπόν, που η Ανατολή φανέρωσε τον Θεό στους ανθρώπους.
Αλλά η παρηγοριά είναι μερικές φτωχές σαν ανεκπλήρωτη προφητεία. Αυτή λοιπόν την ανεκπλήρωτη προφητεία την βεβαιώνει, για να πω καλύτερα, την εκπληρώνει ο Θεός. Και του δίνει, έστω και στις πτώσεις του, τις μοναξιές του, τις εναντιώσεις απέναντι Του, με πάντα, απολύτως πάντα, και απροϋπόθετο τρόπο, το άπειρο και αμέτρητο έλεος. Γιατί, επειδή ακριβώς στην ορθόδοξη εκκλησία και ποιμαντική είναι καιρός του ποιήσαι και όχι των ανεύθυνων λόγων χωρίς κόστος και της άρνησης για σήκωμα του άλλου στους ώμους μου, είναι καιρός για αλήθειες.

Δεν σώζουν οι καλές πράξες ως αυθύπαρκτο και απόλυτο μέσο σωτηρίας. Από μόνες του δεν δίνουν το πλεονέκτημα της σωτηρίας, πόσο μάλλον δε της Βασιλείας του Θεού. Δεν υπάρχει στη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής ούτε το «sola fide», ούτε το «sola gratia» του Λούθηρου. Όσες καλές πράξεις κι αν κάνει ο άνθρωπος, όσο κι αν θέλει να δείχνει χριστιανός, όσο κι αν οι ενέργειες του χαρακτηρίζονται από ήθος, αλλά κι από την άλλη όσο άθλιος και τσαλακωμένος να είναι ο άνθρωπος μέχρι το τέλος της ζωής του, όσο κι αν αρέσκεται να ερωτοτροπεί με τις πτώσεις του και την ανακύκλωση της υπόστασης του εκτός της κίνησης προς το αγαθό, ακόμη και τότε, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, το άπειρο, αμέτρητο, ακατανόητο έλεος του Θεού σώζει. Έτσι, ανασταίνεται ο άνθρωπος της ορθόδοξης Ανατολής. Και κάτι πιο αναστάσιμο. Σώζεται…

Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr