Γρηγόριος ο Αρχιπελαγίτης: Προτιμώ το ξεσκέπαστο τσουκάλι…
Ἀπὸ τὰ παλιά – παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἀνυπόγραφες ἐπιστολές, τὰ ψευδεπίγραφα καὶ τὰ ἀπόκρυφα ὑπῆρξαν μεγάλη τυράγνια γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἀπὸ τὰ παλιά – παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἀνυπόγραφες ἐπιστολές, τὰ ψευδεπίγραφα καὶ τὰ ἀπόκρυφα ὑπῆρξαν μεγάλη τυράγνια γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἀπὸ τὰ παλιά-παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἀνυπόγραφες ἐπιστολές, τὰ ψευδεπίγραφα καὶ τὰ ἀπόκρυφα ὑπῆρξαν μεγάλη τυράγνια γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
Τουλάχιστον παλιὰ ἦταν γραμμένα μὲ τὸ χέρι καὶ ἀπὸ τὸν γραφικὸ χαρακτῆρα μποροῦσες νὰ γνωρίσης καὶ τὸ πρόσωπο. Τώρα, ἀραδιασμένα τὰ γράμματα στὶς μηχανές, ποῦ νὰ μαντέψης τὸν συντάκτη; Ἔπειτα, τὰ παλιὰ τὰ χρόνια λίγοι βαστούσανε κοντυλοφόρο. Τώρα καὶ οἱ κόττες ἀραδιάζουν γράμματα στὶς περγαμηνές.
Μοῦ γράφει ἕνας ἄγνωστος: «Μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῆς Μεγάλης Συνόδου διώκονται ἀπηνῶς οἱ ἀντιφρονοῦντες μοναχοί. Πηγαίνει ὁ κρατῶν στὸ κελλὶ τοῦ μοναχοῦ ποὺ δὲν μνημονεύει μὲ τὸν χωροφύλακα.
− Φύγε ἀπὸ τὸ κελλί.
− Δὲν φεύγω. Κοπίασα νὰ τὸ στήσω, στερήθηκα νὰ τὸ ἀνακαινίσω.
Καὶ ὁ κρατῶν στὸν χωροφύλακα:
− Βάλ᾽ του χειροπέδες.»
Καθόλου δὲν μὲ ἀναπαύη ὁ τρόπος αὐτός. Ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ διακηρύττουμε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε κι ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει αὐτὴν τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, εἶναι κρίμα καὶ μεγάλο νὰ διώκονται ἀπηνῶς μοναχοὶ καὶ οἱ μουσουλμάνοι νὰ ἀπολαμβάνουν κάθε ἐλευθερία καὶ προστασία καὶ μάλιστα ὑπερπροστασία ἀπὸ τοὺς ταγοὺς καὶ τοῦ κράτους καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ μουσουλμάνοι εἶναι «ἀδελφοί μας» καὶ οἱ μοναχοὶ παλιόσκυλα, ποὺ πρέπει νὰ τοὺς σύρουμε χειροδέσμιους ἔξω στοὺς δρόμους!
Αὐτὰ ἔκαναν καὶ οἱ κρατοῦντες στὴν Ἐκκλησία τὰ χρόνια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου καὶ δημιουργήθηκε τὸ μέγα καὶ δυσεπίλυτο πρόβλημα τοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ, τὸ ὁποῖο θὰ διαιωνίζεται μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ οἱ ἐπιτήδειοι, κοντὰ στὸ ἡμερολόγιο ἀνασκάλεψαν καὶ τὶς κινήσεις τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐκ μέρους τῆς κρατούσας Ἐκκλησίας. Ἡ κομματιασμένη αὐτὴ «Ἐκκλησία» τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἀπορρόφησε τοὺς εὐλαβεῖς χριστιανοὺς καὶ τοὺς δηλητηρίασε μὲ τὰ πιὸ σύγχρονα καὶ παλιὰ φαρμάκια. Καὶ δυστυχῶς καὶ ἡ Πολιτεία τοὺς ἀνέχεται περισσότερο ἀπὸ τὴν κρατούσα Ἐκκλησία γιὰ λόγους ψηφοθηρίας. Σὰν τοὺς κοπρομανίτες φυτρώνουν κάθε μέρα παρατάξεις γιὰ ἀσήμαντες καὶ γελοῖες αἰτιολογίες. Καὶ κατήντησαν τὸ ἀντάρτικο μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία. Τὸ ὅτι τράβηξαν τὴν εὐσεβῆ μερίδα τοῦ λαοῦ τὸ ἔζησα τὰ χρόνια τῆς διακονίας μου στὴν Μονὴ Προυσοῦ.
Οἱ νεοημερολογίτες προσέρχονταν στὴν Παναγία σὰν νὰ ἤθελαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὰ ἀκρογιάλια καὶ τὰ ὀρειβατικὰ καταφύγια. Ὁ παλιοημερολογίτης ὅμως ἐρχότανε σεμνὰ ἐνδεδυμένος, μὲ τὸ ζυμωτὸ πρόσφορό του καὶ τὰ δῶρα του στὴν Παναγία.
Δὲν εἶμαι «ζηλωτής», ἀλλ᾽ οὔτε καὶ οἰκουμενιστής. Δὲν ἀναπαύομαι καθόλου νὰ βλέπω τὸν Πατριάρχη νὰ προσεύχεται καὶ νὰ φωτογραφίζεται μὲ τὸν πάπα καὶ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Καὶ περίμενα ἡ Σύνοδος αὐτὴ νὰ στηλιτεύση τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ ὄχι νὰ τὸν ἑδραιώση καὶ συνοδικῶς. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς διαλόγους τίποτε δὲν κέρδισε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μᾶλλον σύγχυση ἐπέφεραν στὸν κόσμο καὶ ἄλγος στοὺς ἀληθινὰ εὐσεβεῖς χριστιανούς.
Ὡς μαθητὴς τῆς Πατμιάδος Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ρώτησα τὸν νεροκουβαλητὴ τοῦ πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ μᾶς ἔκανε μακρὰ ὁμιλία γι᾽ αὐτὴν τὴν κίνηση, ποὺ δὲν θέλω νὰ τὴν χαρακτηρίσω οὔτε ἐκκλησιαστικὴ οὔτε θεολογική, περισσότερο θὰ τὴν ὀνομάσω πολιτική,
− Καὶ πότε, σεβασμιώτατε, βλέπετε αὐτὴν τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν;
Καὶ μοῦ ἀπαντᾶ:
− Παιδί μου, αὐτὸ εἶναι ἐσχατολογικὸ πρόβλημα. (!)
Ἄρα οὔτε ὁ ἴδιος δὲν πίστευε σὲ αὐτὰ ποὺ ἔκανε.
Τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου μου δὲν τὸ σταματῶ, παρὰ μόνον ἂν τὸν δικάση Σύνοδος. Δὲν θέλω νὰ σχίζω τὴν Ἐκκλησία. Θεωρῶ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία ποὺ μπορεῖ νὰ διαπράξη κανεὶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὄχι. Δὲν πιστεύω σ᾽ αὐτὲς τὶς κινήσεις, ἀλλὰ δὲν κόβω καὶ τὸ μνημόσυνο. Ἄλλωστε, κανένας κανόνας τῆς Ἐκκλησίας δὲν μοῦ ἐπιβάλλει νὰ τὸ κάνω. Δὲν συμφωνῶ μὲ δοξασίες ὅπως αὐτήν ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ἄλλες πολλές, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ποὺ δὲν μαρτυροῦνται καὶ δὲν κατοχυρώνονται οὔτε ἀπὸ τὴν Γραφὴ οὔτε ἀπὸ τὴν Παράδοση. Μένω ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ πόνο ψυχῆς λέγω στὴν μάννα μου:
− Μάννα Ἐκκλησία, δὲν βρίσκω ἀνάπαυση στὰ λόγια σου. Βοήθησέ με. Μὴ μὲ ἀφήνης νὰ τυραννιέμαι σὲ δρόμους στενωποὺς καὶ ἀδιέξοδους.
Ἡ ὀρθόδοξη ὁμολογία εἶναι δύσκολη. Δὲν βαστιέται ὅμως μὲ ἐξάρσεις καὶ ἐκρήξεις, ἀλλὰ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ βαθειὰ πίστη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι κεφαλὴ καὶ ἐμεῖς ὅ,τι θέση καὶ νὰ κρατᾶμε, πρώτου, δεύτερου, τρίτου, εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἰσότιμα καὶ ὑπεύθυνα, καὶ συνειδητὰ πιστεύουμε ὅτι πύλαι ᾅδου, ποὺ εἶναι οἱ αἱρέσεις, δὲν θὰ καταλύσουν τὴν Ἐκκλησία.
Πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε σὲ κάθε σύναξη ὅτι εἶναι μία ἡ Ἐκκλησία, καθολικὴ καὶ ἁγία, καὶ ἄθελά μας ὅλοι κάνουμε τὸν σταυρό μας στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς ὁμολογίας, χωρὶς νὰ μᾶς τὸ ἔχη διδάξει κανένας.
Σὲ οὐδεμία ἄλλη «ἐκκλησία» πιστεύουμε, εἴτε κρατᾶ ἴχνη ἀλήθειας εἴτε διακυβεύει τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Χριστὸς νὰ κρατάη τὴν Ἐκκλησία του, γιατὶ ἅμα χάσουμε τὴν πίστη στὴν μία Ἐκκλησία, τὴν ἁγία, τότε ὅλα τὰ ἄλλα θὰ πᾶνε περίπατο. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία μία σφαίρα ποὺ κυλᾶ μέσα στὸν χρόνο καὶ προσκολλᾶται πάνω της κάθε ἐξυπνάδα ἐκκοσμικεύσεως, εἴτε αὐτὴ εἶναι θεολογικὴ εἴτε ἠθική, ἀλλὰ παραμένει πάντοτε καθαρὴ ἀπὸ προσμίξεις καὶ μπαροῦφες τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας.
Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, ἔχουμε ἀσκητικὴ θεολογία καὶ μαρτυρικὴ θεολογία. Ἀσκήτεψε πρῶτα, ὁμολόγησε, νήστεψε, ἀγρύπνησε, προσευχήσου, γιὰ νὰ πιστέψω ὅτι ὁ λόγος σου εἶναι ἀληθινός. Τὶς γνῶμες σου τὶς ὑπερήφανες κράτησέ τες γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ τοὺς δικούς σου, καὶ τὰ κάλπικα «νομίσματά» σου, ἀπ᾽ ὅπου καὶ νὰ τὰ μοιράζης, ἂς εἶναι πρὸς ἐξαφάνισή σου. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης